Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΣΕΛΤΣΟ, το Μεσολόγγι της Ηπείρου. ( του Αυγερινού Θ. Ανδρέου)

Να πούμε προεισαγωγικά ότι κάθε τίμιος Έλληνας αισθάνεται βαθειά συγκίνηση, όταν επισκέπτεται τα άγια μέρη του Ασπροπόταμου, που κάθε σπιθαμή γης είναι ποτισμένη με αίμα απ’ τους μαχητές της ελευθερίας και της προσωπικής και εθνικής αξιοπρέπειας. Όταν κανείς πάει να προσκυνήσει στο Σέλτσο, δεν θα πρέπει να λησμονεί και άλλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή. Δίπλα, στη γέφυρα του Κοράκου, είναι που κιότεψε ο γιος της Καλόγριας στην πρώτη του μάχη με Τούρκους και ανέκτησε το θάρρος του από ένα ισχυρό χαστούκι του Καπετάνιου του. Το περιστατικό αυτό ήταν οδηγός του στο δρόμο για την αρχιστρατηγία των επαναστημένων Ελλήνων. Πολύ κοντά στο Σέλτσο πριν 200 περίπου χρόνια, πέρασαν οι Τουρκαλβανοί αλυσοδεμένο τον θρυλικό Κατσαντώνη να τον παραδώσουν στον τύραννο των Ιωαννίνων, να τον εξοντώσει με τρόπο βάρβαρο και απάνθρωπο. Κάπου εκεί πέρασαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο τον Κίτσο, που έγινε η αφορμή να δημιουργήσει ο ποιητής λαός το τραγούδι της μάνας του Κίτσου, το πιο ωραίο ίσως Κλέφτικο τραγούδι, του οποίου η ιδιαίτερη τεχνική του, η απόλυτη πλαστική τελειότητά του, η συμμετρία και αρμονία, η υψηλή αισθητική του και η ανάδειξη Μορφής τέλειας, το καθιστούν ασύγκριτο: Αντικρίζει κανείς τα λημέρια του Δίπλα, του Λεπενιώτη και των άλλων ανυπότακτων και χαΐνηδων κλεφτών των Αγράφων στις κορυφές των βουνών, ανάμεσα και κάτω απ’τα πανύψηλα έλατα και τις θεόρατες οξυές, εκεί που ο αγέρας είναι καθαρός κι αμόλευτος, εκεί «που αντρείοι δεν αρρωστούν κι οι άρρωστοι αντρειώνουν». Ήξεραν ότι εκεί στα βουνά θρονιάζει η ελευθερία και στους κάμπους η σκλαβιά:
«Στες χώρες σκλάβοι κατοικούν στους κάμπους με τους Τούρκους, 
χώρες λαγκάδια κι ερημιές έχουν τα παλικάρια».
Κάθε ελεύθερος άνθρωπος είναι Δημότης του Δήμου “Γεώργιος Καραϊσκάκης”, γιατί στον Δήμο αυτό ανήκει το Σέλτσο.
Όπου η θυσία καθαγιάζει την παρουσία μας στη ζωή, εκεί, πανάχραντο και ιερό, σαλεύει το Σέλτσο. Όπου η Αρετή υψώνεται, εγκαλώπισμα και δικαίωση της εποποιΐας των ανθρώπων, εκεί υπάρχει το Σέλτσο. Όπου η παιδεία θεμελιώνει το ελεύθερο φρόνημα των πολιτών, εκεί απλώνεται, βάθρο και κρηπίδωμα, το Σέλτσο. Όπου απροσμέτρητη η Αγάπη πλάθει τις μήτρες της Ιστορίας, εκεί παραστέκει το Σέλτσο. Όπου ο άνθρωπος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του Θεού, εκεί ορθώνει το ανάστημά του το Σέλτσο. Όπου οι Λαοί αναζητούν την πορεία του Μέλλοντος, από γενιά σε γενιά, με ακατάλυτο προγονικό δεσμό, εκεί προπορεύεται το Σέλτσο.
Παντού υπάρχει το Σέλτσο. Αυτό πρωτίστως πρέπει να το γνωρίζουν οι κάτοικοι μιας περιοχής στεφανωμένης από τη Δόξα. Γιατί το Σέλτσο είναι για όλους τους Λαούς της Γης πράξη Ελευθερίας και κανόνας της Αρετής. «Άνδρες Πόλις, ου τείχη» έλεγαν οι ευκλεείς πρόγονοί μας. Σήμερα, πιο πολύ από κάθε φορά, ο σεμνός τόπος αυτός, πιο πολύ από κάθε φορά, το Σέλτσο προβάλλει σαν υπέρτατος οδηγός του Έθνους. Η πολιορκία των Νέων Καιρών απαιτεί γενναίο και ελεύθερο φρόνημα, υψηλό και περήφανο λογισμό… Γίναμε επιτέλους πολλοί αυτοί που πιστεύουμε ότι «Η λευτεριά της Ελλάδας κρέμεται στις μπούκες των ντουφεκιών μας» και πως όλοι ενωμένοι και όρθιοι στο μετερίζι του Γένους, θα την κρατήσουμε για αιώνες αλώβητη, με τη δύναμή μας πέλαγο και βράχο τη θέλησή μας. Και αυτό γιατί ο γείτονάς μας τίποτε δεν λησμόνησε, τίποτε δεν διδάχτηκε. Εδώ και 6 αιώνες βλέπει εχθρικά και ύπουλα τον Έλληνα. Ακόμη και η λεγόμενη Ευρωπαϊκή προσέγγιση της Τουρκίας και η υπογραφή συμφωνιών και συνθηκών εκ μέρους της, σε τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τις διαθέσεις της απέναντί μας.
«Ζυγός Τούρκου με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν
την ασπίδα, όσο να’ναι δυνατή θα τη σπάσουν».
«Ο Τούρκος μόνο υποσχέσεις δίνει
Υποκριτής, μιλάει για ειρήνη!» 

έγραφε ο λόρδος Βύρων, προφητικά πριν 190 χρόνια. Εξυμνώντας το Σέλτσο, προσκυνούμε την Ελλάδα. Εξυμνώντας την Ελλάδα, δοξολογούμε, μετεωρίζουμε, πυραμιδώνουμε και πυργώνουμε τον Άνθρωπο. Δοξολογούμε τον Έλληνα Πρόγονο, που τακτοποιεί το χάος του λογισμού με τον έντεχνο Λόγο και την ερευνητική σκέψη. Τον γλύπτη που ισορροπεί σε μοναδικές αναλογίες το κάλλος. Τον ποιητή που οικοδομεί την τραγική ουσία του μύθου μέσα στην κόγχη του αρχαίου θεάτρου. Το φιλόσοφο που λογίζει το μυστήριο του Κόσμου με τον ακοίμητο λογισμό του. Αλλά και τον ανώνυμο κάτοικο αυτής της ευλογημένης Γης, τον ξώμαχο τον βοσκό, τον ψαρά, το δουλευτή, που κάθε γενιά- εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια- κατακτά με το αίμα του τη Λευτεριά. Και μεταπλάθει τους πόθους και τους καυμούς του σε τραγούδι και μοιρολόγι. Αυτή η μικροσκοπική σκόνη του Διαστήματος, ο Άνθρωπος, στα δικά μας χώματα έχει ανακαλύψει το εύδαιμον και το ελεύθερον της Δημοκρατίας. Και έχοντας, από την αυγή της Ιστορίας, εισχωρήσει στη δομή της ύλης, αποδεσμεύει την ενέργεια, αποκαθιστώντας την ενότητα του Απείρου. Στα δικά μας χώματα, ο Άνθρωπος έγινε Σύμπαν…. Και συμπυκνώνει την Ιστορία σε κάποια ορόσημα Δόξας, μιας Δόξας που περπατάει ολομόναχη στο απέραντο κοιμητήρι της Θυσίας. Θερμοπύλες, Άλωση, Σέλτσο, Έξοδος του Μεσολογγίου. Τι πρώτο και τι ύστερο να θυμηθεί κανείς παντώντας εδώ, όπου τα χώματα ανασαλεύει η Ιστορία. Παντού η Λευτεριά αδελφωμένη με την ολοκληρωτική Θυσία… Όταν οι Τριακόσιοι πέφτουνε στις Θερμοπύλες, παντοτινοί κήρυκες του μεγάλου «Όχι» στη βαρβαρότητα. Όταν ο Παλαιολόγος πέφτει, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, κι ανασταίνεται μαρμαρωμένος. Όταν ο Διάκος γίνεται φλόγα και δόξα, όταν σ’ όλες τις εποχές τα κουφάρια των αδελφών μας στήνονται προχώματα της τιμής. Τότε ένας Λαός είναι ακατάλυτα δεμένος με τη Μοίρα της Γης του. Γιατί όπου υπάρχει ένα Σέλτσο, υπάρχει και μια Πατρίδα. Κι η Ελλάδα εναποθέτει τον όρκο της στα βάθρα της Ελευθερίας κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, παντοτινή κι αδειάλειπτη άσκηση Αρετής. Πριν πούμε για τα γεγονότα του Απριλίου του 1804 πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στην ιστορική μνήμη. Συμβαίνει κάποιες φορές να φαίνεται ή να είναι επικίνδυνα ψιλή, αδυνατισμένη και κυρίως μεροληπτική. Τυπικό, συγχρονικό, παράδειγμα αποτελεί βέβαια το γεγονός ότι κλείνει το γόνυ ευλαβικώς (και πολύ σωστά κάνει) στις περίπου εβδομήντα Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου, ιέρειες της ελευθερίας και της προσωπικής και εθνικής αξιοπρέπειας και αδιαφορεί για την υπέρμετρη θυσία στο Σέλτσο. Στρέφει τη ματιά με θαυμασμό στο Ζάλογγο και την αποστρέφει ή την περνά φευγαλέα απ’ το Σέλτσο. Ακόμη και σημαντικοί και αξιόλογοι ιστορικοί, λαογράφοι και ερευνητές, αναφέρονται στο θέμα άνευρα και χωρίς διάθεση τονισμού της θυσίας. Οι περισσότεροι δεν αναφέρουν καν το τοπωνύμιο. «Επολιορκήθησαν οι Σουλιώται εις μονήν τινά των Αγράφων». Ούτε καν το όνομα. Φυσικό επακόλουθο και αναμενόμενη συνέπεια: Όλοι γνωρίζουμε για το Ζάλογγο των εβδομήντα ηρώων, ελάχιστοι για το Σέλτσο των χιλίων ηρώων. Τιμούμε τις εβδομήντα Σουλιώτισσες που γκρεμίστηκαν στο Ζάλογγο, όχι όμως, τους υπερδιακοσίους Σουλιώτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά που πνίγηκαν στον Αχελώο και τους οκτακόσιους που σκοτώθηκαν πολεμώντας. Παράδειγμα, επίσης, η αδιαφορία της εθνικής μνήμης για την θυσία της ηρωίδας της Κύπρου Μαρίας Συγκλητικής, τη δράση της Μαρούλας της Λήμνου και πολλών άλλων αγωνιστών που πολλά τους χρωστάει το Γένος. Aλλά ας δούμε τώρα τα σχετικά ιστορικά γεγονότα και την τύχη ή πορεία των πρωταγωνιστών. Οι μακρόχρονοι πόλεμοι του Αλή Πασά, του αιμοσταγούς Τουρκαλβανού τυράννου των Ιωαννίνων, με τους εραστές της ελευθερίας, ηρωϊκούς και ανυπότακτους Σουλιώτες, τελείωσαν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1803. Με τη συνθήκη της 12ης Δεκεμβρίου 1804 επετράπη στους Σουλιώτες να μεταβούν ένοπλοι όπου ήθελαν. Τμήμα Σουλιωτών αποτελούμενο, από 1.148 ψυχές, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κινήθηκε προς την Άρτα, όπου πληροφορήθηκε την παρασπονδία του Αλή Πασά (προσφιλής τους, άλλωστε, μέθοδος και τακτική) και την απόφασή του να εξοντώσει τους επιζήσαντες Σουλιώτες, Έτσι, το τμήμα αυτό των Σουλιωτών εκινήθη προς τα Τζουμέρκα και εγκαταστάθηκε για λίγες ημέρες στο Βουργαρέλι. Ο Κίτσος Μπότσαρης, καθώς φοβόταν περικύκλωση και εγκλωβισμό εκεί (σε απόσταση περίπου 10 μιλίων στην ιστορική Πλάκα, όπου και το γνωστό γεφύρι –πέρασμα, οι Τούρκοι διατηρούσαν στρατιωτικές δυνάμεις, η απόσταση με τα Γιάννενα μικρή και επίσης ελλόχευε ο κίνδυνος ελεύσεως Τούρκων από την ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων από τα βορειοανατολικά), μετακινήθηκε με όλους τους υπ΄αυτόν Σουλιώτες, και στις 22 Δεκεμβρίου 1803 εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου. Ο στόχος του, να περάσει δηλαδή απέναντι στα χωριά των Αγράφων, στο καταφύγιο των κλεφτών, που ακόμη ήταν στην απόλυτη εξουσία και κυριαρχία του θρυλικού Κατσαντώνη, του αδελφού του Λεπενιώτη, του Καραϊσκάκη, του Δίπλα και άλλων κλεφτών, ήταν αδύνατον να επιτευχθεί, γιατί ο ποτάμι, λόγω των συνεχών βροχοπτώσεων, ήταν κατεβασμένο, και το μόνο πέρασμα εκεί, δηλαδή το γνωστό γεφύρι του Κοράκου, είχε ήδη καταληφθεί από πολυάριθμους Τούρκους. Ο Αλή Πασάς εθίγη θανάσιμα διά την διαφυγή από του Βουργαρέλι του Μπότσαρη και των Σουλιωτών. Στην αρχή προσπάθησε να τους προσελκύσει εκ νέου με πανουργίες και νέες υποσχέσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε απέρριψε το προσωπείο και απέστειλε εξ χιλιάδες άνδρες από τις καλλίτερες δυνάμεις του και με γενναίους αξιωματικούς. Οι Σουλιώτες είχαν επισπεύσει τον ανεφοδιασμό τους σε τρόφιμα και πολεμοφόδια και οχυρώθηκαν εδώ αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Η θέση λέγεται και διαδίδεται ότι προδόθηκε στους Τούρκους από αργυρώνητους Έλληνες. Ο στρατός τους βεζύρη έφθασε στις αρχές του 1804 και άρχισε την πολιορκία. Οι επιθέσεις εξακολούθησαν μέχρι 16 Απριλίου, χωρίς, όμως, θετικό αποτέλεσμα. Απηυδύσας να περιμένει τόσο καιρό να παραδοθεί μία δραξ Σουλιωτών, ο Αλή Πασάς έγραψε τότε στους στρατηγούς του μια απειλητική επιστολή. Τους εμέμφετο για δειλία και δεν τους έδινε περισσότερες από δέκα ημέρες για να τελειώσουν τον ασήμαντο αυτό πόλεμο και συγχρόνως δήλωσε σ΄αυτούς ότι, όταν θα εξέπνεε η προθεσμία αυτή, θα τους αντικαθιστούσε με άλλους στρατηγούς. Η επιστολή είχε το αποτέλεσμά της. Οι Σουλιώτες δέχτηκαν νέα επίθεση με περισσότερη μανία από άλλοτε, και, αν και επέδειξαν και αυτή τη φορά την ίδια γενναιότητα υπήρξαν ατυχέστεροι. Μια ομάδα πενήντα ανδρών, αφού απωθήθηκε ζωηρότατα από τους Τούρκους σε μια απότομη πλαγιά του βουνού, νικήθηκε από το κύριο σώμα των εχθρών. Κανείς από τους πενήντα δεν σώθηκε. Όλοι χάθηκαν αμυνόμενοι. Μια τόσο σοβαρή αποτυχία κατέπληξε τους υπόλοιπους Σουλιώτες. Περικυκλώθηκαν από όλα τα μέρη και αποκόπηκαν από το μοναστήρι, τη μόνη θέση, όπου θα μπορούσαν να οχυρωθούν και να κρατήσουν ακόμη. Εκεί που βρισκόταν δεν απέμενε πλέον σ΄αυτούς παρά να πεθάνουν γενναίως μαχόμενοι. Έπιπταν κατά δεκάδες υπό τα βλέμματα κι τις κραυγές των γυναικών, οι οποίες προ του φρικώδους θεάματος, το οποίο παρακολουθούσαν από το ύψος του μοναστηριού, αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε μόνες τους να φροντίσουν για τον εαυτό τους. Όλες σπεύδουν ταχύτατα στο χείλος των αποτόμων βράχων, κάτω από τους οποίους ρέει ο Ασπροπόταμος, αποφασισμένες να γκρεμισθούν στα νερά του ποταμού. Μερικές από αυτές πρόλαβαν να εκτελέσουν το σχέδιο τους, αλλά οι περισσότερες συνελήφθησαν στο μονοπάτι, το οποίο οδηγούσε από το μοναστήρι στους βράχους, από ένα απόσπασμα δύο χιλιάδων Τούρκων. Αμύνθηκαν με μαχαίρια, πέτρες και ξύλα. Πολλές εσφάγησαν επί τόπου. Περί τις 160 και κατ΄άλλους 200 έφθασαν στο χείλος των βράχων και γκρεμίστηκαν με τα παιδιά τους. Από τους 1148 Σουλιώτες που ήρθαν από το Βουργαρέλι στο Σέλτσο, κατώρθωσαν να σωθούν 55 και κατ΄άλλους 80 άνδρες και 2 γυναίκες, οι οποίοι αποσύρθηκαν στην Πάργα με τον ατρόμητο αρχηγό τους Κίτσο Μπότσαρη. Η τύχη των πρωταγωνιστών του Σέλτσου με λίγες αναφορές είναι η εξής: Ο αρχηγός Κίτσος Μπόσαρης συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά στο Βουργαρέλι ο αρματωλός των Τζουμέρκων Κων/νος Πουλής, που πολέμησε στο Σέλτσο στο πλευρό των Τούρκων, τον άφησε ελεύθερο. Αυτός ο Πουλής τηρούσε πάντα προδοτική στάση απέναντι στους Έλληνες και αργότερα εξοντώθηκε στη Βόνιτσα από τον Μάρκο Μπότσαρη. Ο πρωτότοκος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, ο Γιάννης, σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία, αφού αφάνισε πολλούς Τούρκους. Ο μικρός γιος του Μάρκος, ηλικίας 13 ετών, σώθηκε. Όλοι γνωρίζουμε την ηρωϊκή του προσφορά στον Μεγάλο Ξεσηκωμό του 1821 και το θάνατό του πάνω στη μάχη στο Κεφαλόβρυσο. Ο Νότης Μπότσαρης, αδερφός του Κίτσου, συνελήφθη αιχμάλωτος αλλά κατώρθωσε να αποδράσει. Η προσφορά του αργότερα στο Έθνος ήταν μέγιστη. Η γυναίκα του Κίτσου Μπότσαρη πληγώθηκε σοβαρά, αλλά σώθηκε. Μεταφέρθηκε στην Άρτα, όπου σε μια εβδομάδα πέθανε. Θα μπορούσε να ιδεί τα γεγονότα η Κίτσαινα έτσι περίπου, όπως σε ένα τραγούδι δικό μου:
“ Πολλές μανάδες θλίβονται, πολλές παρηγοριούνται 
κι αυτή η έρμη η Κίτσαινα παρηγοριά δεν έχει. 
Κι ένα πουλί την τήραγε και τη συχνορωτούσε : 
-Τ’ έχεις καημένη Κίτσαινα, του Μπότσαρη γυναίκα;
Τ’ έχεις και σκούζεις και θρηνείς και διπλοκαταριέσαι; 
Και τα μαλλιά σου ανασπάς , σαν το παπί μαδιέσαι ; 
Μην’ είν’ τ’ αγρίμια του βουνού που σκούζουν και λυσάνε; 
Mην’ είν’ ο δράκος ο κακός κάτω στον καλαμιώνα, 
που στοίχειωσε κι αφίνιασε και τρώει τους αντρειωμένους; 
Mην’ είν΄ π’ αστράφτει και βροντά και που χαλάζι ρίχνει; 
-Δεν είν’ αυτά που χλίβομαι πουλί μ’ ταξιδεμένο , 
μον’ είν’ αυτός ο χαλασμός που γίνηκε στο Σέλτσο, 
τούτη τη μαύρη Άνοιξη, ετούτον τον Απρίλη. 
-Σώπα , πουλί, καλό πουλί και φεύγα από το Σέλτσο, 
πέρασε πέρα στ’ Άγραφα, στα Κλέφτικα λημέρια, 
να βρεις τους Κλέφτες τους καλούς , να βρεις τον Κατσαντώνη, 
μαύρα χαμπέρια να τους πας και θλιβερά μαντάτα.
Το Σέλτσο το περήφανο, αυτό τ’ ομορφοτόπι 
που ‘χει ποτάμι απέραγο , βουνά κατακλεισμένα, 
που ‘χει τα δέντρα του δασιά γύρω απ’ το Μοναστήρι, 
θάνατο γιόμισε πικρό, μαύρο κι αραχλιασμένο. 
Το Σέλτσο εσκοτείνιασε, μαύρα πουλιά το ζώσαν 
και τρων’ σουλιώτικα κορμιά μες στα βαθιά φαράγγια. 
Τρώνε του Γιάννη μ’ το κορμί , της Λένως μου τα στήθια, 
όπου ήταν η αξιότερη και Τούρκο δεν φοβόταν, 
κι όπου στον Άσπρο πνίγηκε τον αφροκοπημένο, 
που ’ναι βαθύς σαράντα οργιές , πλατύς εξήντα πέντε. 
Θα φαν ‘ κι εμένα το ταχύ, ότι είμαι λαβωμένη. 
Δεν είν’ πενήντα κι εκατό, δεν είναι πεντακόσιοι, 
μον’ είναι χίλιοι διαλεχτοί κι είναι τα μικροπαίδια, 
που μέρες επολέμαγαν με οκτώ κι εννιά χιλιάδες 
Τουρκαρβανίτες του Πασά θανατοπαινεμένους, 
χωρίς ψωμί , χωρίς νερό, με λίγα τα φυσέκια 
κι είχαν τη δόξα και τιμή στων ντουφεκιών την μπούκα”.
Κάθε πόλεμος αναδεικνύει πολλούς ήρωες, γεννάει, όμως, λιγότερους θρύλους. Είναι αυτοί που με τον άκρατο ενθουσιασμό τους, τον απαράμιλλο ηρωισμό τους και με το αγκάλιασμα των συμπολεμιστών τους, εμπνέουν τους πολλούς να τους ακολουθούν, τυφλά και με πάθος, για τη νίκη.
-Πού πολέμησες εσύ; ρωτούσαν μετά την Επανάσταση του ΄21. Κι ο άλλος απαντούσε με καμάρι:
- Ήμουν με τον Καραϊσκάκη! 

Και αργότερα, μετά την εκστρατεία στη Μικρά Ασία:
-Ήμουν με τον Πλαστήρα! 
Μετά τον πόλεμο του ΄40, ο παλιός μαχητής, με αστραφτερή και χαρούμενη ματιά, απαντούσε:
-Ήμουν με τον Κωστάκη! Είδα τον Κωστάκη! 
Και το συνακόλουθο ερώτημα είναι: Ποιός ήταν ο θρύλος του Σέλτσου;
Μα φυσικά η Λένω Μπότσαρη!
Η Λένω Μπότσαρη ήταν κόρη του Κίτσου Μπότσαρη και όχι του Νότη, όπως εσφαλμένως κάποιοι υπολαμβάνουν. Η σύγχυση δημιουργήθηκε στα 1880 από τη δημοσίευση ενός τραγουδιού από τον Αραβαντινό, λύθηκε, όμως, στα 1914 με μελέτη του Νικολάου Πολίτη, που ακολούθησε τη γνώμη του Περραιβού, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης της ιστορίας των Σουλιωτών, με τους οποίους έζησε χρόνια. Ήταν, επομένως, αδελφή του Μάρκου και του Γιάννη. Ήταν αυτή που έμαθε την τέχνη των όπλων στον Μάρκο. Την ατρόμητη αυτή Σουλιώτισσα αγάπησε και λάτρεψε ο λαός, ίσως όσο καμιά άλλη αγωνίστρια του Γένους. Μέχρι τα τελευταία χρόνια, όπως γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης, ποιμένες της περιοχής ισχυρίζονταν ότι άκουγαν στο ποτάμι τη φωνή της να χουγιάζει τους Τούρκους. Ήταν μικρό κορίτσι 15 ετών. Πολέμησε γενναία εδώ στο Σέλτσο στο πλευρό του αδελφού της Γιάννη. Αφού σκοτώθηκε ο Γιάννης, κατάφερε να φθάσει κοντά στο θείο της Νίκζα, που πολεμούσε κοντά στον Αχελώο. Πολεμώντας, λοιπόν, η Λένω γενναία, φόνευσε πολλούς Τούρκους. Ακολούθως, έχοντας περικυκλωθεί από πολλούς εχθρούς έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, για να μην πέσει στα χέρια τους, διδάσκοντας με τη στάση της πως ο θάνατος για την ελευθερία «θάνατος δε λογιέται». Το ίδιο θα έκανε η Λένω, αν βρισκόταν στο Ζάλογγο με τις ομόφυτρές της Σουλιώτισες, το ίδιο θα έκανε λίγα χρόνια αργότερα, αν βρισκόταν με τις ομόρριζές της εθνικά γυναίκες της Νάουσας, στο ποτάμι της Αραπίτσας. Αυτή είναι η μεγαλοσύνη της ελληνικής ψυχής, της αδούλωτης στων αιώνων το διάβα, που αντικρίζει την ελευθερία, ζει και πεθαίνει γι΄αυτή, περνοδιαβαίνει απ΄τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, το Κούγκι, την Κιάφα, το Βαλτέτσι, την Τριπολιτσά, τα Δερβενάκια, τα Ψαρρά, το Πέτα, τη Νάουσα, τη Γραβιά, το Μεσολόγγι, την Αλαμάνα, την Αράχοβα, τον Ανάλατο, το Αρκάδι, το Μπιζάνι, το Σκρα, τον Σαραντάπορο, τη Σμύρνη, τον Σαγγάριο, την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, το Ρούπελ, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, το Κομμένο, την Κύπρο και από κάθε άλλη άκρη της ελληνικής γης και φωλιάζει στο κορμί του Λεωνίδα, του Μιλτιάδη, του Κυναίγειρου, του Θεμιστοκλή, του Κολοκοτρώνη, του Κανάρη, του Μπότσαρη, του καλόγερου της Κλεισούρας, του Ανδρούτσου, του Μακρυγιάννη, του Καραϊσκάκη, του Διάκου, του Παπαφλέσσα, των Κρητών επαναστατών, του Παύλου Μελά, του Κατεχάκη, των πολεμιστών του ΄12, ΄13, των αγωνιστών του αλβανικού έπους και της εθνικής αντίστασης, του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του Καραολή, του Δημητρίου, του Γρηγόρη Αυξεντίου, του Σολωμού, του Ισαάκ…


Αυγερινός Θ. Ανδρέου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...