Έζησε για 434 χρόνια αντέχοντας σε σεισμούς και τις μανιασμένες κατεβασιές του Αχελώου μέχρι που έπεσε κι αυτή θύμα του Εμφυλίου. Στις 28 Μαρτίου συμπηρώνονται 64 χρόνια από την ανατίναξή της.
Από τότε, φορείς και κάτοικοι της περιοχές έχουν επανειλημμένα ζητήσει την ανακατασκευή της γέφυρας.
Στα πόδια του Φέλλου Πετρωτού (Λιασκόβου) Αργιθέας Καρδίτσας, στο συνοικισμό Συκιάς-θέση Πυργάκι ή Σκαλούλα κοντά στα Ξερικούλια και στα πόδια του Κοκκινόλακου των Πηγών (Βρεσθενίτσας) Άρτας (Φράξος- πλαγιά Τσολάκη), όπου ο Αχελώος ή Άσπρος ή Ασπροπόταμος χωρίζει τους δυο νομούς χτίστηκε το 1514-1515 η περίφημη μονότοξη πέτρινη καμάρα « Η Γέφυρα του Κοράκου» ή «το Κορακογιοφύρι » ή ποιητικά «του Κόρακα το διόφυρο» ή «του Άσπρου το γιοφύρι».
Η γέφυρα ανατινάχθηκε το 1949 από άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την επίθεση που δέχονταν.
Από τότε, φορείς και κάτοικοι της περιοχές έχουν επανειλημμένα ζητήσει την ανακατασκευή της γέφυρας.
Στα πόδια του Φέλλου Πετρωτού (Λιασκόβου) Αργιθέας Καρδίτσας, στο συνοικισμό Συκιάς-θέση Πυργάκι ή Σκαλούλα κοντά στα Ξερικούλια και στα πόδια του Κοκκινόλακου των Πηγών (Βρεσθενίτσας) Άρτας (Φράξος- πλαγιά Τσολάκη), όπου ο Αχελώος ή Άσπρος ή Ασπροπόταμος χωρίζει τους δυο νομούς χτίστηκε το 1514-1515 η περίφημη μονότοξη πέτρινη καμάρα « Η Γέφυρα του Κοράκου» ή «το Κορακογιοφύρι » ή ποιητικά «του Κόρακα το διόφυρο» ή «του Άσπρου το γιοφύρι».
Η γέφυρα ανατινάχθηκε το 1949 από άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την επίθεση που δέχονταν.
Το ιστορικό γεφύρι χτίστηκε από το Μητροπολίτη των γεφυριών Βησσαρίωνα το Β΄ μητροπολίτη
Λάρισας που δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία για αυτό και δεν έβαλε το όνομά του ως χορηγός παρά την ονόμασε «του Κοράκου» λόγω του ύψους της και «επειδή την ημέρα των εγκαινίων σταθείς εις το μέσον της γέφυρας και ερωτών: "πώς με βλέπετε;", οι μαστόροι του απήντησαν: σαν κόρακα, αυτός τους είπε: "ε, τότε γέφυρα του Κοράκου να είναι το όνομά της"».
Οι περιοχές Αργιθέας και Τετραφυλλίας και γενικότερα οι νομοί Καρδίτσας - Άρτας, αν και συνορεύουν, αποκόπηκαν ώς το 1961, οπότε και κατασκευάσθηκε η σημερινή αμαξογέφυρα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί επιστημονικές ημερίδες, με θέμα την προώθηση του ζητήματος για την ανακατασκευή του γεφυριού.
Με το σκεπτικό ότι η «αλυσίδα» πολιτισμού πρέπει να έχει όλους τους κρίκους της, μαζί με την ανακατασκευή του γεφυριού το αίτημα περιλαμβάνει την αναστήλωση των τουρκικών φυλακίων που υπήρχαν εκατέρωθεν της γέφυρας και την ανάδειξη της επιχωματωμένης Κουτσοκαμάρας, ενός μικρότερου γεφυριού στην περιοχή.
Το Κορακογιόφυρο, όπως είναι επίσης γνωστή η γέφυρα Κοράκου, δεν ήταν απλώς ένα πετρογέφυρο. Αποτελεί θρύλο, ιστορία, πολιτισμό.
Η δε τέχνη και τεχνική του θεωρούνται αξεπέραστη. Ήταν κτισμένο πάνω στον άξονα της αρχαίας οδού Τρίκκης - Γόμφων - Αργιθέας - Αμβρακίας και είχε μεγάλη στρατηγική και εμπορική σημασία.
Ήταν η μεγαλύτερη μονότοξη γέφυρα των Βαλκανίων, καθώς το άνοιγμα στην βάσης της ήταν 48 μέτρα, το μεγαλύτερο ύψος της 26, το πλάτος της 2,30 ενώ η απόσταση από την μία άκρη έως την άλλη ήταν 80 μέτρα. Λέγεται ότι ειδικά τις μέρες της βαρυχειμωνιάς το πέρασμα της γέφυρας προκαλούσε φόβο και δέος. Μάλιστα, οι ηλικιωμένοι της περιοχής θυμούνται ότι, σε πολλές περιπτώσεις, όσοι είχαν υψοφοβία τους έδεναν τα μάτια.
Τη γέφυρα φρουρούσαν δυο Κούλιες, όπως ονομάζονταν τα τουρκικά φυλάκια, η μία από την πλευρά της Αργιθέας και η δεύτερη στην πλαγιά κάτω από τις Πηγές της Άρτας. Στις Κούλιες, που ήταν πέτρινα διώροφα κτίρια υπηρετούσαν τούρκοι φύλακες, που επόπτευαν το πέρασμα και το προστάτευαν από δολιοφθορά.
Λάρισας που δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία για αυτό και δεν έβαλε το όνομά του ως χορηγός παρά την ονόμασε «του Κοράκου» λόγω του ύψους της και «επειδή την ημέρα των εγκαινίων σταθείς εις το μέσον της γέφυρας και ερωτών: "πώς με βλέπετε;", οι μαστόροι του απήντησαν: σαν κόρακα, αυτός τους είπε: "ε, τότε γέφυρα του Κοράκου να είναι το όνομά της"».
Οι περιοχές Αργιθέας και Τετραφυλλίας και γενικότερα οι νομοί Καρδίτσας - Άρτας, αν και συνορεύουν, αποκόπηκαν ώς το 1961, οπότε και κατασκευάσθηκε η σημερινή αμαξογέφυρα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί επιστημονικές ημερίδες, με θέμα την προώθηση του ζητήματος για την ανακατασκευή του γεφυριού.
Με το σκεπτικό ότι η «αλυσίδα» πολιτισμού πρέπει να έχει όλους τους κρίκους της, μαζί με την ανακατασκευή του γεφυριού το αίτημα περιλαμβάνει την αναστήλωση των τουρκικών φυλακίων που υπήρχαν εκατέρωθεν της γέφυρας και την ανάδειξη της επιχωματωμένης Κουτσοκαμάρας, ενός μικρότερου γεφυριού στην περιοχή.
Το Κορακογιόφυρο, όπως είναι επίσης γνωστή η γέφυρα Κοράκου, δεν ήταν απλώς ένα πετρογέφυρο. Αποτελεί θρύλο, ιστορία, πολιτισμό.
Η δε τέχνη και τεχνική του θεωρούνται αξεπέραστη. Ήταν κτισμένο πάνω στον άξονα της αρχαίας οδού Τρίκκης - Γόμφων - Αργιθέας - Αμβρακίας και είχε μεγάλη στρατηγική και εμπορική σημασία.
Ήταν η μεγαλύτερη μονότοξη γέφυρα των Βαλκανίων, καθώς το άνοιγμα στην βάσης της ήταν 48 μέτρα, το μεγαλύτερο ύψος της 26, το πλάτος της 2,30 ενώ η απόσταση από την μία άκρη έως την άλλη ήταν 80 μέτρα. Λέγεται ότι ειδικά τις μέρες της βαρυχειμωνιάς το πέρασμα της γέφυρας προκαλούσε φόβο και δέος. Μάλιστα, οι ηλικιωμένοι της περιοχής θυμούνται ότι, σε πολλές περιπτώσεις, όσοι είχαν υψοφοβία τους έδεναν τα μάτια.
Τη γέφυρα φρουρούσαν δυο Κούλιες, όπως ονομάζονταν τα τουρκικά φυλάκια, η μία από την πλευρά της Αργιθέας και η δεύτερη στην πλαγιά κάτω από τις Πηγές της Άρτας. Στις Κούλιες, που ήταν πέτρινα διώροφα κτίρια υπηρετούσαν τούρκοι φύλακες, που επόπτευαν το πέρασμα και το προστάτευαν από δολιοφθορά.
Η ανατίναξη της γέφυρας
Από αυτό το ξακουστό γεφύρι που θεωρήθηκε το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων ανοίγματος 45 μέτρων και αποτελούσε για αιώνες το συνδετικό κρίκο της Θεσσαλίας με την Άρτα και την Ήπειρο έχουν μείνει μόνο τα δυο του ακρόβαθρά του στις όχθες του Αχελώου. Το στρατηγικής σημασίας γεφύρι ανατινάχτηκε από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια Εμφυλίου πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού το 1949 εναντίον των ανταρτών του ΕΛΑΣ, καθώς και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν πετύχει σημαντικές προόδους στην περιοχή του Βάλτου και είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των γεφυριών, ο όγκος των δυνάμεων των ανταρτών που ανήκαν στο κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος στράφηκε προς πιο βόρεια περάσματα, στην περιοχή του χωριού Πηγές, όπου η γέφυρα του Κόρακου εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη.
Στις 27 Μαρτίου του 1949 ήταν όλα συγκεχυμένα. Όσον αφορά την κυβερνητική πλευρά, εξακολουθούσαν να καταφθάνουν από παντού ενισχύσεις και ξεκούραστα τμήματα του πεζικού και ΛΟΚ. Τα περισσότερα από τα περάσματα του ποταμού είχαν ήδη κλείσει και φυλάγονταν συχνά, με ενέδρες, από στρατιωτικά τμήματα. Η XV μεραρχία από τα ανατολικά προωθούσε όσες δυνάμεις μπορούσε προς τον Αχελώο, με αποτέλεσμα η ηγεσία των ανταρτών του ΕΛΑΣ να μη γνωρίζει πλέον που βρίσκεται ο εχθρός και ποιο δρομολόγιο παρείχε τη μεγαλύτερη ασφάλεια. Εξάλλου η κατάσταση των ανταρτών του ΕΛΑΣ άγγιζε τα έσχατα όρια αντοχής. Μετά από πολυήμερες πορείες σε δύσκολο περιβάλλον, συνεχείς μάχες με κατά πολύ ισχυρότερες εχθρικές μονάδες, χωρίς πληροφορίες και ανεφοδιασμό σε έναν εχθρικό χώρο, ελάχιστες από τις δυνάμεις του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν αξιόμαχες. Η δύναμη της απελπισίας ήταν βασική κινητήρια πλέον. Πολλοί μαχητές διέρρεαν και από αυτούς οι περισσότεροι παραδίδονταν στον Εθνικό Στρατό ή συλλαμβάνονταν από αυτόν. Με τον τρόπο αυτό η κατάσταση και οι προθέσεις των ανταρτών ήταν απόλυτα γνωστές στους αντιπάλους τους.
Στις 27 Μαρτίου οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ που ανήκαν στο Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος βρισκόταν στο χωριό Πηγές, στη δυτική πλευρά του Αχελώου, πάνω από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Στο βάθος της κοιλάδας υπήρχε το μοναδικό πέρασμα που ο στρατός δεν είχε ακόμα καταλάβει, η γέφυρα του Κοράκου, κτίσμα με ιστορία πολλών αιώνων, ανίκανο πλέον να υπηρετήσει το πέρασμα ενός σύγχρονου στρατού, αρκετό όμως για να εξασφαλίσει τη διάσωση των ταλαιπωρημένων ανταρτών. Στη διάρκεια της νύχτας υπήρξε ένας μικρός δισταγμός στις τάξεις των τελευταίων, καθώς δεν γνώριζαν με βεβαιότητα αν κατεχόταν ή όχι το γεφύρι, αφού ο Εθνικός στρατός ερχόταν πλέον από παντού και καμιά εκτίμηση των θέσεών του δεν μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση δε που το γεφύρι φυλασσόταν και υπήρχαν ενέδρες ολόγυρα, οι αντάρτες κινδύνευαν να βρεθούν κυκλωμένοι στο στενό χώρο της κοιλάδας, με τον εχθρό να δεσπόζει και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Έτσι το πέρασμα του γεφυριού έγινε αναγκαστικά με το φως της μέρας.
Οι αντίπαλοι ανακάλυψαν σχεδόν ταυτόχρονα ότι ο πόρος ήταν ανοικτός. Οι πρώτοι αντάρτες πέρασαν στην αντίπερα όχθη και οργάνωσαν κάποιες στοιχειώδεις αμυντικές θέσεις ενώ το μηχανικό των ανταρτών προετοίμασε την ανατίναξη του, ώστε να μην επιτρέψει τη γρήγορη συνένωση των κυβερνητικών δυνάμεων που δρούσαν στις δυο όχθες του ποταμού. Ταυτόχρονα η αεροπορία, αφού εξακρίβωσε την κατάσταση, έστρεψε προς εκείνο το σημείο όλες τις διαθέσιμες επίγειες και εναέριες δυνάμεις των κυβερνητικών. Πολύ γρήγορα η περιοχή μεταβλήθηκε σε κόλαση. Προς τη γέφυρα κινήθηκαν όλες οι μονάδες των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ακόμη και εκείνες που βρίσκονταν σε άλλα σημεία του ποταμού προς αναζήτηση πόρου.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αδιάκοπες συγκρούσεις με ασαφές περίγραμμα σε ολόκληρη την περιοχή. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν ίσως 150 διελεύσεις με αυτή την αποστολή. Βυθίζονταν βαθιά μέσα στην κοιλάδα πιο χαμηλά από τις θέσεις των ανταρτών που προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν χτυπώντας τα με κάθε όπλο, και προσπαθούσαν να πλήξουν τη γέφυρα. Παρά το πείσμα που επέδειξαν και τις άριστες καιρικές συνθήκες δεν κατάφεραν ως το τέλος της ημέρας να πετύχουν το στόχο τους.
Το γεφύρι συχνά βαλλόταν και το πέρασμα από αυτό γινόταν τροχάδην. Στρατιώτες και αντάρτες, ανακατεμένοι, συγκρούονταν σε πολύ μικρές αποστάσεις. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τους δεύτερους, να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στο πέρασμα, να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους ρίξουν στο ορμητικό ποτάμι. Οι δεύτεροι αντίθετα διεκδικούσαν λυσσασμένα τον μοναδικό δρόμο προς τη σωτηρία. Ολόκληρη την ημέρα της 28ης Μαρτίου γύρω από το γεφύρι του Κοράκου εκτυλίχθηκαν μερικές από τις πλέον τραγικές στιγμές ολόκληρου του Εμφυλίου. Μέχρι το σούρουπο όλα είχαν τελειώσει. Μόλις βράδιασε, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αγγίξει το γεφύρι, το μηχανικό των ανταρτών του ΕΛΑΣ το ανατίναξε, δίνοντας τέλος στη σύγκρουση. Η ανατίναξη έγινε με 61 κιλά δυναμίτιδας που τοποθετήθηκε στη μέση του γεφυριού και πυροδοτήθηκε μέσα από την κούλια (δηλ. το φυλάκιο), από έναν αντάρτη με το όνομα Καραντάος.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Καπετάν Διαμαντή (Γ. Αλεξάνδρου) προς το Αρχηγείο Νοτίου Ελλάδος: «28-03-1949: Τμήματα πέρασαν γέφυρα στοπ / ξεκόφτηκε μια διμοιρία δυτικά του Αχελώου στοπ / αεροπορία στοπ / είχαμε αρκετούς τραυματίες στοπ / λίγους σκοτωμένους στοπ / Γέφυρα ανατινάχθηκε 21.15 στοπ».
Όσοι από τους άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να περάσουν σώθηκαν, μέχρι την επόμενη τραγωδία τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι είτε διασκορπίστηκαν στην περιοχή κρυπτόμενοι μέχρι να ανακαλυφθούν, είτε πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι, είτε έπεσαν στα χέρια του στρατού.
Σήμερα πια, στην ανατολική όχθη, το διώροφο φυλάκιο του Δερβέναγα (χαλάσματα φαγωμένα και ξεθωριασμένοι πετρότοιχοι, μισογκρεμισμένα αψιδωτά παράθυρα δίχως στέγη), φρουρεί ακόμα το παμπάλαιο μονοπάτι.
Στις 27 Μαρτίου του 1949 ήταν όλα συγκεχυμένα. Όσον αφορά την κυβερνητική πλευρά, εξακολουθούσαν να καταφθάνουν από παντού ενισχύσεις και ξεκούραστα τμήματα του πεζικού και ΛΟΚ. Τα περισσότερα από τα περάσματα του ποταμού είχαν ήδη κλείσει και φυλάγονταν συχνά, με ενέδρες, από στρατιωτικά τμήματα. Η XV μεραρχία από τα ανατολικά προωθούσε όσες δυνάμεις μπορούσε προς τον Αχελώο, με αποτέλεσμα η ηγεσία των ανταρτών του ΕΛΑΣ να μη γνωρίζει πλέον που βρίσκεται ο εχθρός και ποιο δρομολόγιο παρείχε τη μεγαλύτερη ασφάλεια. Εξάλλου η κατάσταση των ανταρτών του ΕΛΑΣ άγγιζε τα έσχατα όρια αντοχής. Μετά από πολυήμερες πορείες σε δύσκολο περιβάλλον, συνεχείς μάχες με κατά πολύ ισχυρότερες εχθρικές μονάδες, χωρίς πληροφορίες και ανεφοδιασμό σε έναν εχθρικό χώρο, ελάχιστες από τις δυνάμεις του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν αξιόμαχες. Η δύναμη της απελπισίας ήταν βασική κινητήρια πλέον. Πολλοί μαχητές διέρρεαν και από αυτούς οι περισσότεροι παραδίδονταν στον Εθνικό Στρατό ή συλλαμβάνονταν από αυτόν. Με τον τρόπο αυτό η κατάσταση και οι προθέσεις των ανταρτών ήταν απόλυτα γνωστές στους αντιπάλους τους.
Στις 27 Μαρτίου οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ που ανήκαν στο Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος βρισκόταν στο χωριό Πηγές, στη δυτική πλευρά του Αχελώου, πάνω από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Στο βάθος της κοιλάδας υπήρχε το μοναδικό πέρασμα που ο στρατός δεν είχε ακόμα καταλάβει, η γέφυρα του Κοράκου, κτίσμα με ιστορία πολλών αιώνων, ανίκανο πλέον να υπηρετήσει το πέρασμα ενός σύγχρονου στρατού, αρκετό όμως για να εξασφαλίσει τη διάσωση των ταλαιπωρημένων ανταρτών. Στη διάρκεια της νύχτας υπήρξε ένας μικρός δισταγμός στις τάξεις των τελευταίων, καθώς δεν γνώριζαν με βεβαιότητα αν κατεχόταν ή όχι το γεφύρι, αφού ο Εθνικός στρατός ερχόταν πλέον από παντού και καμιά εκτίμηση των θέσεών του δεν μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση δε που το γεφύρι φυλασσόταν και υπήρχαν ενέδρες ολόγυρα, οι αντάρτες κινδύνευαν να βρεθούν κυκλωμένοι στο στενό χώρο της κοιλάδας, με τον εχθρό να δεσπόζει και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Έτσι το πέρασμα του γεφυριού έγινε αναγκαστικά με το φως της μέρας.
Οι αντίπαλοι ανακάλυψαν σχεδόν ταυτόχρονα ότι ο πόρος ήταν ανοικτός. Οι πρώτοι αντάρτες πέρασαν στην αντίπερα όχθη και οργάνωσαν κάποιες στοιχειώδεις αμυντικές θέσεις ενώ το μηχανικό των ανταρτών προετοίμασε την ανατίναξη του, ώστε να μην επιτρέψει τη γρήγορη συνένωση των κυβερνητικών δυνάμεων που δρούσαν στις δυο όχθες του ποταμού. Ταυτόχρονα η αεροπορία, αφού εξακρίβωσε την κατάσταση, έστρεψε προς εκείνο το σημείο όλες τις διαθέσιμες επίγειες και εναέριες δυνάμεις των κυβερνητικών. Πολύ γρήγορα η περιοχή μεταβλήθηκε σε κόλαση. Προς τη γέφυρα κινήθηκαν όλες οι μονάδες των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ακόμη και εκείνες που βρίσκονταν σε άλλα σημεία του ποταμού προς αναζήτηση πόρου.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αδιάκοπες συγκρούσεις με ασαφές περίγραμμα σε ολόκληρη την περιοχή. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν ίσως 150 διελεύσεις με αυτή την αποστολή. Βυθίζονταν βαθιά μέσα στην κοιλάδα πιο χαμηλά από τις θέσεις των ανταρτών που προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν χτυπώντας τα με κάθε όπλο, και προσπαθούσαν να πλήξουν τη γέφυρα. Παρά το πείσμα που επέδειξαν και τις άριστες καιρικές συνθήκες δεν κατάφεραν ως το τέλος της ημέρας να πετύχουν το στόχο τους.
Το γεφύρι συχνά βαλλόταν και το πέρασμα από αυτό γινόταν τροχάδην. Στρατιώτες και αντάρτες, ανακατεμένοι, συγκρούονταν σε πολύ μικρές αποστάσεις. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τους δεύτερους, να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στο πέρασμα, να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους ρίξουν στο ορμητικό ποτάμι. Οι δεύτεροι αντίθετα διεκδικούσαν λυσσασμένα τον μοναδικό δρόμο προς τη σωτηρία. Ολόκληρη την ημέρα της 28ης Μαρτίου γύρω από το γεφύρι του Κοράκου εκτυλίχθηκαν μερικές από τις πλέον τραγικές στιγμές ολόκληρου του Εμφυλίου. Μέχρι το σούρουπο όλα είχαν τελειώσει. Μόλις βράδιασε, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αγγίξει το γεφύρι, το μηχανικό των ανταρτών του ΕΛΑΣ το ανατίναξε, δίνοντας τέλος στη σύγκρουση. Η ανατίναξη έγινε με 61 κιλά δυναμίτιδας που τοποθετήθηκε στη μέση του γεφυριού και πυροδοτήθηκε μέσα από την κούλια (δηλ. το φυλάκιο), από έναν αντάρτη με το όνομα Καραντάος.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Καπετάν Διαμαντή (Γ. Αλεξάνδρου) προς το Αρχηγείο Νοτίου Ελλάδος: «28-03-1949: Τμήματα πέρασαν γέφυρα στοπ / ξεκόφτηκε μια διμοιρία δυτικά του Αχελώου στοπ / αεροπορία στοπ / είχαμε αρκετούς τραυματίες στοπ / λίγους σκοτωμένους στοπ / Γέφυρα ανατινάχθηκε 21.15 στοπ».
Όσοι από τους άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να περάσουν σώθηκαν, μέχρι την επόμενη τραγωδία τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι είτε διασκορπίστηκαν στην περιοχή κρυπτόμενοι μέχρι να ανακαλυφθούν, είτε πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι, είτε έπεσαν στα χέρια του στρατού.
Σήμερα πια, στην ανατολική όχθη, το διώροφο φυλάκιο του Δερβέναγα (χαλάσματα φαγωμένα και ξεθωριασμένοι πετρότοιχοι, μισογκρεμισμένα αψιδωτά παράθυρα δίχως στέγη), φρουρεί ακόμα το παμπάλαιο μονοπάτι.
Το παραπάνω κείμενο είναι επεξεργασμένη αναδημοσίευση άρθρου που υπογράφει ο Νίκος Π. Ζήσης για την τοπική εφημερίδα «Πηγιώτικες Ρίζες». Το αρχικό κείμενο έχει υποστεί περικοπές και μικροδιορθώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου