Κυριακή, 13 Φεβρουαρίου 2011
Η κυβέρνηση και η βίλα των οργίων.
του Θ. Τζήμα,
Στην ελληνική ταινία «Η βίλα των οργίων», η ιδιοκτήτρια της εν λόγω βίλας- κόρη ναυάρχου- που τη νοίκιαζε ως καταφύγιο συμπαθεστάτων κατά τα άλλα μοιχών, πανικόβλητη μπροστά στον αστυνομικό που έχει καταλάβει τι γίνεται θυμάται να παρακαλέσει: «μιλάτε μου στον πληθυντικό… θα με υποχρεώσετε». Συμπυκνώνει έτσι την υποκρισία των τρόπων της «καλής κοινωνίας», που δεν έχει κανένα πρόβλημα να βγάζει λεφτά με διαφόρους τρόπους αλλά δε διανοείται να εγκαταλείψει τον καθωσπρεπισμό της.Αυτή την αντίληψη και νοοτροπία θυμίζει η δεκάωρης καθυστέρησης πατριωτική έξαρση του κυβερνητικού εκπροσώπου στο τελευταίο- αλλά όχι πρώτο- κρούσμα ιταμής συμπεριφοράς των υπαλλήλων της τρόικας. Ακολουθήθηκε δε, από διάβημα της κυβέρνησης και φυσικά από δημοσιεύματα για υπουργούς που δήθεν εξεγέρθηκαν εναντίον του ύφους- πάντα και μόνο εναντίον αυτού- της τρόικα.
Το επικοινωνιακό στήσιμο είναι γνωστό: οργανώνουμε μία σύγκρουση πάνω στο δευτερεύον ζήτημα, το ύφος με το οποίο εκφέρονται οι αποφάσεις και όχι με τις αποφάσεις καθ’ εαυτές. Οι «κακοί» ζητούν περίπου συγγνώμη ή δείχνουν έστω μια κάποια κατανόηση στις ανησυχίες μας, ώστε να καταπιούμε το υποκατάστατο εθνικής ικανοποίησης. Κατόπιν, οι «λαγοί» της ελίτ- συγκεκριμένοι υπουργοί, μεγάλο- δημοσιογράφοι, κάποιοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης και οι εθνικοί επιχειρηματίες- αναλύουν τα θεαματικά αποτελέσματα που θα φέρει η επιβληθείσα πολιτική.
Για παράδειγμα και εν προκειμένω πόσο απαραίτητες είναι οι ιδιωτικοποιήσεις για να απελευθερωθεί η επιχειρηματικότητα, πόσα χρήματα θα έρθουν στα δημόσια ταμεία και πόσες «συντεχνίες»- όλως τυχαίως μόνο εργαζομένων- θα ξεβολευτούν με αυτόν τον τρόπο. Μετά βεβαιότητας θα τεθεί το επόμενο δίλημμα: θέλετε παραπάνω φόρους ή ιδιωτικοποιήσεις; Μπορεί ο κος Παπακωνσταντίνου να ρωτήσει κάποιο πολιτικό της αριστεράς αν έχει πρόχειρα 50 δις ευρώ ειδάλλως να μη μιλάει.
Ακόμα θα μας πουν πόσο απαραίτητο είναι να πάμε σε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ειδάλλως ο κος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δε θα προλαβαίνει να εγκαινιάζει επιχειρηματικές μονάδες σε όλες τις βαλκανικές χώρες πλην της δικής μας.
Αν μάλιστα τολμήσουμε ως λαός να κινητοποιηθούμε, τότε τα spreads θα ανέβουν, ο τουρισμός και τα ιστορικά κέντρα των πόλεων θα βρεθούν στο χείλος της απόγνωσης, τα δελτία των οχτώ θα μας καταγγείλουν για την ανευθυνότητά μας και θα κληθούμε να επιστρέψουμε πάραυτα στους καναπέδες μας, προς όφελος της εθνικής σωτηρίας που περνά από το μνημονιακό μονόδρομο. Θα ανακοινωθεί από κυβερνητικά χείλη ότι και το νέο μνημόνιο είναι ευλογία, ευτυχία, ότι περιγράφει όσα έπρεπε ούτως ή άλλως να κάνουμε και άλλα σχετικά. Αν τα πράγματα δυσκολέψουν και ο λαός δεν αποσυρθεί σπίτι του ούτε και έτσι, προκειμένου οι «γνωρίζοντες» να αποφασίζουν με την ησυχία τους, τόσο το χειρότερο για το λαό: ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει ότι δεν απολογείται σε καμία συντεχνία για αυτά που κάνει- προφανώς τα μέλη των «συντεχνιών» δεν ανήκουν στο λαό, ώστε να έχουν το δικαίωμα να απαιτούν ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός να απολογείται και σε αυτούς.
Πέραν λοιπόν του πληθυντικού ευγενείας για τον οποίο πασχίζει η κυβέρνηση, ας μας απαντήσει και σε μερικά πιο ουσιαστικά ερωτήματα: Πρώτον, που ήταν και πως αντέδρασε όταν για παράδειγμα οι κύριοι της τρόικας οργάνωναν συναντήσεις με τα κόμματα της ελληνικής βουλής, απαιτώντας συναίνεση και εκδίδοντας αντίστοιχες ανακοινώσεις σχετικά με το ποια αποδεικνύονται υπεύθυνα και ποια όχι; Παρεμπιπτόντως ούτε και ο κος Σαμαράς ή το κόμμα του υπήρξαν και τόσο «αντάρτες» στις συναντήσεις τους αυτές. Φρόντισαν γρήγορα να παράσχουν εγγυήσεις συνέχισης της αυτής πολιτικής.
Δεύτερον, διαφωνεί επί της ουσίας έστω και σε μία παράγραφο από όσα ανακοίνωσε η τρόικα; Και αν διαφωνεί επί της ουσίας πως προέκυψε συμφωνία με την τρόικα; Άλλωστε λίγες ημέρες πριν ο κος Ρουμελιώτης, εκπρόσωπος της χώρας μας στο ΔΝΤ δήλωνε καθαρά ότι και τα μέχρι σήμερα μέτρα ούτε λίγο ούτε πολύ –και- η κυβέρνηση τα επεδίωξε και τα πρότεινε. Προφανώς κάτι τέτοιο ισχύει και με τα τωρινά.
Τρίτον, με ποια νομιμοποίηση η κυβέρνηση θα υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία που θα δεσμεύει τη χώρα όχι μόνο μέχρι το 2015 αλλά μόνιμα; Διότι αυτό συνεπάγεται το γενικό πωλητήριο που θα μπει στην εθνική οικονομία και στη χώρα.
Τέταρτον, αν το μνημόνιο ήταν μονόδρομος, επεξεργασμένος μάλιστα από γνωστούς ειδήμονες, τότε γιατί δεν αποδίδει ούτε σε δημοσιονομικό επίπεδο τα προσδοκώμενα, με αποτέλεσμα την ανάγκη νέων μέτρων όπως αυτά του γενικού πωλητηρίου της χώρας;
Πέμπτον, πως γίνεται να αποφεύγεται μία χρεωκοπία όταν χρεοκοπεί μία ολόκληρη κοινωνία και ένα κράτος χάνει κάθε δυνατότητα άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής αλλά και επιπλέον αναγκάζεται να εκποιήσει ακίνητη περιουσία του με όρους που οι πιστωτές- εκβιαστές του επιβάλλουν; και εν τέλει ποια είναι η πραγματική χρεοκοπία;
Τις απαντήσεις τις ξέρουμε. Η κυβέρνηση ενοχλήθηκε γιατί οι τρεις υπάλληλοι έδειξαν με την αλαζονική και ιταμή τους στάση πώς πραγματικά έχει η κατάσταση: η Ελλάδα είναι ένα πειραματόζωο νέο- αποικιοκρατικής κατοχής εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ. Το ήξερε πολύ καλά ότι έτσι θα γίνει ο κος Καραμανλής με την εγκληματική του διακυβέρνηση και το ήξερε πολύ καλά και ο κος Παπανδρέου όταν επέλεγε το δρόμο της ικανοποίησης των αναγκών των πιστωτών μας και όχι του λαού μας, μέσω της υπογραφής του μνημονίου. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα απέναντι σε άλλες περιπτώσεις συμπεριφορών τύπου Πιουριφόι γιατί πίστευε ότι τη βόλευαν. Τώρα καταλαβαίνει ότι θα εισπράξει συσσωρευμένη οργή και προσπαθεί να δείξει κάποια αντίδραση.
Δεύτερον δε διαφωνεί σε τίποτα επί της ουσίας με αυτήν την πολιτική που πλέον διαλύει συστηματικά την εθνική οικονομία, την κοινωνία μας και ακόμα χειρότερα στερεί και από μια μελλοντική κυβέρνηση τη δυνατότητα να ασκήσει εθνική οικονομική πολιτική. Διαμορφώνει ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι κυβερνήσεις θα αλλάζουν αλλά δε θα διαθέτουν κανένα εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής- εάν δεν έχουμε προχωρήσει και σε αντίστοιχη συνταγματική αναθεώρηση. Μετατρέπει την κρίση δανεισμού σε κρίση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
Τρίτον, δε διαθέτει καμία νομιμοποίηση και το ξέρει. Η ρητορική περί νομιμοποίησης μέσω των περιφερειακών εκλογών είναι συνταγματικώς απαράδεκτη, πολιτικά επικίνδυνη και αναλυτικά- σε ό, τι αφορά την εξαγωγή του συγκεκριμένου συμπεράσματος- αφελής. Με 34%- έστω 40%- στον πρώτο γύρο υπέρ των υποψηφίων που στήριζε το ΠΑΣΟΚ, εκ των οποίων δεν ταυτίζονταν όλοι ούτως ή άλλως με το μνημόνιο- και το υπόλοιπο άνω του 60% να ψηφίζει κατά δήλωση ή όντως αντί- μνημονιακούς υποψηφίους, ποια νομιμοποίηση για την κυβέρνηση προκύπτει;
Τέταρτον, το μνημόνιο δε δουλεύει. Δεν αποδίδει ούτε στο δημοσιονομικό επίπεδο, δεν αντιμετωπίζει την κρίση χρέους ενώ συνάμα καταστρέφει την όποια παραγωγική δυνατότητα της χώρας, σωρεύοντας παράλληλα μια σειρά δυσμενών συνεπειών. Αυτοί που το κατέστρωσαν το γνώριζαν. Το ετοίμασαν έτσι για να κερδίσουν χρόνο, έως ότου δηλαδή περιοριστεί η πιθανότητα μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, κάτι που δε φαίνεται να πετυχαίνουν και επίσης προκειμένου να ξεπληρωθούν με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους οι πιστωτές μας.
Πέμπτον, το φόβητρο που επικαλούνται, η χρεοκοπία είναι χειρότερο από την πραγματικότητα που ζούμε και που θα ζήσουμε. Ναι ήταν προτιμότερο να είχαμε ήδη δηλώσει ότι δεν μπορεί να αποπληρωθεί το σύνολο του χρέους μας και με ορατή την απειλή συστημικής κρίσης του ευρώ και απωλειών για τις τράπεζες να είχαμε πάει σε διαπραγματεύσεις για αναδιάρθρωση του χρέους μας, με μέτρα περιστολής της σπατάλης αλλά και ανάπτυξης, παρά να μπούμε σε διαδικασία μόνιμης φτωχοποίησης και απώλειας κυριαρχίας που θα ωθήσει τη δημογραφική, κοινωνική, παραγωγική και δημοκρατική κρίση σε εκρηκτικό σημείο, χωρίς μάλιστα να μας διασώζει πολύ πιθανόν ούτε δημοσιονομικά.
Εν κατακλείδι θα έπρεπε να χαιρόμαστε για τη στάση της τρόικας στην τελευταία συνέντευξη τύπου. Η γυμνή αλήθεια χαλάει το επικοινωνιακό στήσιμο αλλά συνιστά χρήσιμο χαστούκι για να ξυπνήσουμε και να νικήσουμε το φόβο που μας ενσταλάζουν. Αρκεί να καταλάβουμε- με αρχή τη γενική απεργία της 23ης Φλεβάρη- ότι δεν αρκούν οι βόλτες πάνω κάτω στο Σύνταγμα ή στους κεντρικούς δρόμους των άλλων μεγάλων πόλεων αλλά απαιτείται η έκφραση με μαχητικό αλλά συγκροτημένο τρόπο της απαίτησης για αλλαγή πολιτικής. Στη γειτονιά μας έχουμε παραδείγματα. Ε και στο τέλος- τέλος αφού τους ενδιαφέρει τόσο πολύ, ας τους το απαιτήσουμε στον πληθυντικό
Στην ελληνική ταινία «Η βίλα των οργίων», η ιδιοκτήτρια της εν λόγω βίλας- κόρη ναυάρχου- που τη νοίκιαζε ως καταφύγιο συμπαθεστάτων κατά τα άλλα μοιχών, πανικόβλητη μπροστά στον αστυνομικό που έχει καταλάβει τι γίνεται θυμάται να παρακαλέσει: «μιλάτε μου στον πληθυντικό… θα με υποχρεώσετε». Συμπυκνώνει έτσι την υποκρισία των τρόπων της «καλής κοινωνίας», που δεν έχει κανένα πρόβλημα να βγάζει λεφτά με διαφόρους τρόπους αλλά δε διανοείται να εγκαταλείψει τον καθωσπρεπισμό της.Αυτή την αντίληψη και νοοτροπία θυμίζει η δεκάωρης καθυστέρησης πατριωτική έξαρση του κυβερνητικού εκπροσώπου στο τελευταίο- αλλά όχι πρώτο- κρούσμα ιταμής συμπεριφοράς των υπαλλήλων της τρόικας. Ακολουθήθηκε δε, από διάβημα της κυβέρνησης και φυσικά από δημοσιεύματα για υπουργούς που δήθεν εξεγέρθηκαν εναντίον του ύφους- πάντα και μόνο εναντίον αυτού- της τρόικα.
Το επικοινωνιακό στήσιμο είναι γνωστό: οργανώνουμε μία σύγκρουση πάνω στο δευτερεύον ζήτημα, το ύφος με το οποίο εκφέρονται οι αποφάσεις και όχι με τις αποφάσεις καθ’ εαυτές. Οι «κακοί» ζητούν περίπου συγγνώμη ή δείχνουν έστω μια κάποια κατανόηση στις ανησυχίες μας, ώστε να καταπιούμε το υποκατάστατο εθνικής ικανοποίησης. Κατόπιν, οι «λαγοί» της ελίτ- συγκεκριμένοι υπουργοί, μεγάλο- δημοσιογράφοι, κάποιοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης και οι εθνικοί επιχειρηματίες- αναλύουν τα θεαματικά αποτελέσματα που θα φέρει η επιβληθείσα πολιτική.
Για παράδειγμα και εν προκειμένω πόσο απαραίτητες είναι οι ιδιωτικοποιήσεις για να απελευθερωθεί η επιχειρηματικότητα, πόσα χρήματα θα έρθουν στα δημόσια ταμεία και πόσες «συντεχνίες»- όλως τυχαίως μόνο εργαζομένων- θα ξεβολευτούν με αυτόν τον τρόπο. Μετά βεβαιότητας θα τεθεί το επόμενο δίλημμα: θέλετε παραπάνω φόρους ή ιδιωτικοποιήσεις; Μπορεί ο κος Παπακωνσταντίνου να ρωτήσει κάποιο πολιτικό της αριστεράς αν έχει πρόχειρα 50 δις ευρώ ειδάλλως να μη μιλάει.
Ακόμα θα μας πουν πόσο απαραίτητο είναι να πάμε σε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ειδάλλως ο κος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δε θα προλαβαίνει να εγκαινιάζει επιχειρηματικές μονάδες σε όλες τις βαλκανικές χώρες πλην της δικής μας.
Αν μάλιστα τολμήσουμε ως λαός να κινητοποιηθούμε, τότε τα spreads θα ανέβουν, ο τουρισμός και τα ιστορικά κέντρα των πόλεων θα βρεθούν στο χείλος της απόγνωσης, τα δελτία των οχτώ θα μας καταγγείλουν για την ανευθυνότητά μας και θα κληθούμε να επιστρέψουμε πάραυτα στους καναπέδες μας, προς όφελος της εθνικής σωτηρίας που περνά από το μνημονιακό μονόδρομο. Θα ανακοινωθεί από κυβερνητικά χείλη ότι και το νέο μνημόνιο είναι ευλογία, ευτυχία, ότι περιγράφει όσα έπρεπε ούτως ή άλλως να κάνουμε και άλλα σχετικά. Αν τα πράγματα δυσκολέψουν και ο λαός δεν αποσυρθεί σπίτι του ούτε και έτσι, προκειμένου οι «γνωρίζοντες» να αποφασίζουν με την ησυχία τους, τόσο το χειρότερο για το λαό: ο πρωθυπουργός θα ανακοινώσει ότι δεν απολογείται σε καμία συντεχνία για αυτά που κάνει- προφανώς τα μέλη των «συντεχνιών» δεν ανήκουν στο λαό, ώστε να έχουν το δικαίωμα να απαιτούν ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός να απολογείται και σε αυτούς.
Πέραν λοιπόν του πληθυντικού ευγενείας για τον οποίο πασχίζει η κυβέρνηση, ας μας απαντήσει και σε μερικά πιο ουσιαστικά ερωτήματα: Πρώτον, που ήταν και πως αντέδρασε όταν για παράδειγμα οι κύριοι της τρόικας οργάνωναν συναντήσεις με τα κόμματα της ελληνικής βουλής, απαιτώντας συναίνεση και εκδίδοντας αντίστοιχες ανακοινώσεις σχετικά με το ποια αποδεικνύονται υπεύθυνα και ποια όχι; Παρεμπιπτόντως ούτε και ο κος Σαμαράς ή το κόμμα του υπήρξαν και τόσο «αντάρτες» στις συναντήσεις τους αυτές. Φρόντισαν γρήγορα να παράσχουν εγγυήσεις συνέχισης της αυτής πολιτικής.
Δεύτερον, διαφωνεί επί της ουσίας έστω και σε μία παράγραφο από όσα ανακοίνωσε η τρόικα; Και αν διαφωνεί επί της ουσίας πως προέκυψε συμφωνία με την τρόικα; Άλλωστε λίγες ημέρες πριν ο κος Ρουμελιώτης, εκπρόσωπος της χώρας μας στο ΔΝΤ δήλωνε καθαρά ότι και τα μέχρι σήμερα μέτρα ούτε λίγο ούτε πολύ –και- η κυβέρνηση τα επεδίωξε και τα πρότεινε. Προφανώς κάτι τέτοιο ισχύει και με τα τωρινά.
Τρίτον, με ποια νομιμοποίηση η κυβέρνηση θα υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία που θα δεσμεύει τη χώρα όχι μόνο μέχρι το 2015 αλλά μόνιμα; Διότι αυτό συνεπάγεται το γενικό πωλητήριο που θα μπει στην εθνική οικονομία και στη χώρα.
Τέταρτον, αν το μνημόνιο ήταν μονόδρομος, επεξεργασμένος μάλιστα από γνωστούς ειδήμονες, τότε γιατί δεν αποδίδει ούτε σε δημοσιονομικό επίπεδο τα προσδοκώμενα, με αποτέλεσμα την ανάγκη νέων μέτρων όπως αυτά του γενικού πωλητηρίου της χώρας;
Πέμπτον, πως γίνεται να αποφεύγεται μία χρεωκοπία όταν χρεοκοπεί μία ολόκληρη κοινωνία και ένα κράτος χάνει κάθε δυνατότητα άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής αλλά και επιπλέον αναγκάζεται να εκποιήσει ακίνητη περιουσία του με όρους που οι πιστωτές- εκβιαστές του επιβάλλουν; και εν τέλει ποια είναι η πραγματική χρεοκοπία;
Τις απαντήσεις τις ξέρουμε. Η κυβέρνηση ενοχλήθηκε γιατί οι τρεις υπάλληλοι έδειξαν με την αλαζονική και ιταμή τους στάση πώς πραγματικά έχει η κατάσταση: η Ελλάδα είναι ένα πειραματόζωο νέο- αποικιοκρατικής κατοχής εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ. Το ήξερε πολύ καλά ότι έτσι θα γίνει ο κος Καραμανλής με την εγκληματική του διακυβέρνηση και το ήξερε πολύ καλά και ο κος Παπανδρέου όταν επέλεγε το δρόμο της ικανοποίησης των αναγκών των πιστωτών μας και όχι του λαού μας, μέσω της υπογραφής του μνημονίου. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα απέναντι σε άλλες περιπτώσεις συμπεριφορών τύπου Πιουριφόι γιατί πίστευε ότι τη βόλευαν. Τώρα καταλαβαίνει ότι θα εισπράξει συσσωρευμένη οργή και προσπαθεί να δείξει κάποια αντίδραση.
Δεύτερον δε διαφωνεί σε τίποτα επί της ουσίας με αυτήν την πολιτική που πλέον διαλύει συστηματικά την εθνική οικονομία, την κοινωνία μας και ακόμα χειρότερα στερεί και από μια μελλοντική κυβέρνηση τη δυνατότητα να ασκήσει εθνική οικονομική πολιτική. Διαμορφώνει ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι κυβερνήσεις θα αλλάζουν αλλά δε θα διαθέτουν κανένα εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής- εάν δεν έχουμε προχωρήσει και σε αντίστοιχη συνταγματική αναθεώρηση. Μετατρέπει την κρίση δανεισμού σε κρίση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
Τρίτον, δε διαθέτει καμία νομιμοποίηση και το ξέρει. Η ρητορική περί νομιμοποίησης μέσω των περιφερειακών εκλογών είναι συνταγματικώς απαράδεκτη, πολιτικά επικίνδυνη και αναλυτικά- σε ό, τι αφορά την εξαγωγή του συγκεκριμένου συμπεράσματος- αφελής. Με 34%- έστω 40%- στον πρώτο γύρο υπέρ των υποψηφίων που στήριζε το ΠΑΣΟΚ, εκ των οποίων δεν ταυτίζονταν όλοι ούτως ή άλλως με το μνημόνιο- και το υπόλοιπο άνω του 60% να ψηφίζει κατά δήλωση ή όντως αντί- μνημονιακούς υποψηφίους, ποια νομιμοποίηση για την κυβέρνηση προκύπτει;
Τέταρτον, το μνημόνιο δε δουλεύει. Δεν αποδίδει ούτε στο δημοσιονομικό επίπεδο, δεν αντιμετωπίζει την κρίση χρέους ενώ συνάμα καταστρέφει την όποια παραγωγική δυνατότητα της χώρας, σωρεύοντας παράλληλα μια σειρά δυσμενών συνεπειών. Αυτοί που το κατέστρωσαν το γνώριζαν. Το ετοίμασαν έτσι για να κερδίσουν χρόνο, έως ότου δηλαδή περιοριστεί η πιθανότητα μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, κάτι που δε φαίνεται να πετυχαίνουν και επίσης προκειμένου να ξεπληρωθούν με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους οι πιστωτές μας.
Πέμπτον, το φόβητρο που επικαλούνται, η χρεοκοπία είναι χειρότερο από την πραγματικότητα που ζούμε και που θα ζήσουμε. Ναι ήταν προτιμότερο να είχαμε ήδη δηλώσει ότι δεν μπορεί να αποπληρωθεί το σύνολο του χρέους μας και με ορατή την απειλή συστημικής κρίσης του ευρώ και απωλειών για τις τράπεζες να είχαμε πάει σε διαπραγματεύσεις για αναδιάρθρωση του χρέους μας, με μέτρα περιστολής της σπατάλης αλλά και ανάπτυξης, παρά να μπούμε σε διαδικασία μόνιμης φτωχοποίησης και απώλειας κυριαρχίας που θα ωθήσει τη δημογραφική, κοινωνική, παραγωγική και δημοκρατική κρίση σε εκρηκτικό σημείο, χωρίς μάλιστα να μας διασώζει πολύ πιθανόν ούτε δημοσιονομικά.
Εν κατακλείδι θα έπρεπε να χαιρόμαστε για τη στάση της τρόικας στην τελευταία συνέντευξη τύπου. Η γυμνή αλήθεια χαλάει το επικοινωνιακό στήσιμο αλλά συνιστά χρήσιμο χαστούκι για να ξυπνήσουμε και να νικήσουμε το φόβο που μας ενσταλάζουν. Αρκεί να καταλάβουμε- με αρχή τη γενική απεργία της 23ης Φλεβάρη- ότι δεν αρκούν οι βόλτες πάνω κάτω στο Σύνταγμα ή στους κεντρικούς δρόμους των άλλων μεγάλων πόλεων αλλά απαιτείται η έκφραση με μαχητικό αλλά συγκροτημένο τρόπο της απαίτησης για αλλαγή πολιτικής. Στη γειτονιά μας έχουμε παραδείγματα. Ε και στο τέλος- τέλος αφού τους ενδιαφέρει τόσο πολύ, ας τους το απαιτήσουμε στον πληθυντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου