Ξημέρωσε η 22 Απριλίου 1827. ο Καραϊσκάκης από τρεις μέρες πρωτύτερα, είχε αναγκαστεί, για να ελευθερωθεί η Αθήνα, να υποκύψει στις πιέσεις του Κόχραν και του Τσώρτς και να δεχτεί το δικό τους σχέδιο επιχείρησης. Ζήτησε μόνο να του προμηθέψουν πεντακόσια ξινάρια και φτυάρια για να φκιάξουν τρία κλιμακωτά ταμπούρια μέσα στον κάμπο, τροφές για τρεις μέρες και είκοσι δεκάρια φουσέκια.
Και να σήμερα ο αρχιστράτηγος Τζώρτς του στέλνει όλα κι όλα εβδομήντα ξινάρια και φτυάρια και οχτώ μονάχα κάσες φουσέκια που δεν έφταναν ούτε για δυο ώρες πόλεμο. Τον έστελναν χειροπόδαρα στη συμφορά.
Ε, το ποτήρι ξεχείλισε. Ανάβει απ” το θυμό του ο Καραϊσκάκης και αρχίζει να βρίζει. Αναθεμάτιζε τον αρχιστράτηγο και τον αντιναύαρχο, την κυβέρνηση που τους διόρισε και τον εαυτό του που η τύχη του τον έριξε να συνεργαστεί μαζί τους. Και κοιτάζοντας μπροστά του τις λίγες κάσες με τα φουσέκια, φουντώνει ακόμα περισσότερο και φωνάζει:
-Ωρέ Έλληνες, ελάτε και πάρτε τούτες τις παλιοκάσες που μας έστειλε ο γαλαντόμος Φράγκος και ρίξτε τις στη θάλασσα μαλάγρα για τα ψάρια!
Απ” το κακό του δεν άντεξε το ταλαιπωρημένο απ” τις κακουχίες κορμί του. Άρχισε να θερμαίνεται. Γράφει ο Κασομούλης σχετικά:
«… Ή από το προηγούμενο συμβάν, ή από την βραδύτητα οπού ήρχοντο τα πράγματα, ή από αυτήν την αγανάκτησιν των πολεμοφοδίων – και διότι ενόμιζεν ότι επίτηδες αντενεργούν, πλάγια, εις το κίνημα – εταράχθη τόσον, ώστε εθερμάνθη και ολοέν εκραύγαζεν από την σκηνήν, κατά του αρχιστρατήγου».
Σε λίγο έφυγαν όλοι οι συνεργάτες του. Ο ίδιος ξάπλωσε πάνω σε μια κουρελού, τυλίχτηκε στην κάπα του και έκλεισε τα μάτια του να ησυχάσει. Η νίαριώ βγήκε όξω απ” τη σκηνή κι έκανε καραούλι να μην μπει κανένας στη σκηνή και τον ταράξει. Η ώρα ήταν μία μετά το μεσημέρι.
Η επίθεση είχε οριστεί για το βράδυ της ίδιας μέρας. Γι” αυτό είχε δώσει προσταγή να ξεκουραστούν όλοι καινά μη δώσουν την παραμικρή αφορμή στους εχθρούς ως το βράδυ που θα ξεκινούσαν.
Δεν τον είχε πάρει καλά ο ύπνος ακόμα και άκουσε να πέφτουν ντουφεκιές που όλο και πλήθαιναν. Και σε λίγο βροντές από κανόνια. Πετιέται αμέσως όρθιος και βγαίνει ξαρμάτωτος όξω απ” τη σκηνή, φωνάζει:
-Τι τρέχει, ωρέ;
-Χτυπιούνται στο Βοϊδολίβανο, αρχηγέ, του απαντούν.
Άναψε πάλι απ” το θυμό του. Ξεχνά αμέσως την αρρώστια του, στυλώνει το κορμί του, αστράφτουν τα μάτια του από θέληση και ορμή.
-Φέρε τ” άλογο! προστάζει τον αράπη σεΐζη του. Και σε άλλους που τον περιτριγύρισαν φωνάζει:
-Τραβάτε, ωρέ, να πείτε στο Χατζημιχάλη να μ” ακολουθήσει μ” όλη την καβαλαρία.
Του φέρνει το άλογο ο σε’ίζης του μα καθώς πάει να καβαλικέψει βλέπει πως δε φορά τ” άρματα του. Κοντά του στεκόταν ο Γιαννάκης Λογοθέτης. Του αρπάζει το γιαταγάνι, πηδά οτ” άλογο, χτυπάει τα σπιρούνια και ορμάει μέσα στη βροχή των σφαιρών, μαζί με τους ακολούθους του.
Τι είχε συμβεί όμως και γιατί άρχισε εκείνος ο ακαρτέρευτος πόλεμος; Δεν είχε προστάξει ο Καραϊσκάκης ν” αποφεύγουν τα παληκάρια του τις συμπλοκές με τον εχθρό, αφού το βράδυ θα γινόταν το ξεκίνημα;
Ο Μακρυγιάννης δίνει τούτη την απάντηση:
«Πλησίον εις το Γλυκό Νερό (κοντά στο Νέο Φάληρο) ήταν ένα ταμπούρι τούρκικον κι εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι νησιώτες και κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το περισσότερον στράτεμα. Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν και Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος πολύ- ήρθε κι ο Καραϊσκάκης…».
Εκείνοι λοιπόν οι νησιώτες με περισσότερους Κρητικούς με αρχηγό τον Καλλέργη ήταν αίτιοι για τη συμπλοκή. Τους είχε μοιράσει μπόλικο κρασί ο
Κόχραν κι όταν έφαγαν το μεσημέρι, τράβηξαν αρκετό, ήρθαν στο κέφι kc. άρχισαν να πυροβολούν. Σιγά σιγά άρχισαν να προχωρούν κατά το αντικρυνο τούρκικο ταμπούρι που ήταν ένα μικρό καλύβι με ένα ντουβάρι γύρω. Το φύλαγε ο Γκέντζιαγας με πεντακόσιους νοματαίους. Το πλησίασαν και μεθυσμένοι καθώς ήταν, άρχισαν το ντουφεκίδι και το βρισίδι των Τούρκων που τους προκαλούσαν. Οι Τούρκοι ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση, τους έρχεται βοήθεια, πηδάνε όξω απ” το ταμπούρι τους και πιάνονται με τους δικούς μας.
Παρακεί ήταν το πόστο του Νικηταρά! Ακούει τη μάχη και ρίχνεται με τον νταϊφά του να βοηθήσει τους δικούς μας. Μια σφαίρα, όμως τον πληγώνει στο σαγόνι.
Κείνη τη στιγμή έφτασε στη φωτιά της μάχης και ο Καραϊσκάκης. Και μια μυριόστομη κραυγή αντηχεί από παντού:
«Έφτασε ο αρχηγός!»
Είχε καταλάβει ο Καραϊσκάκης το κακό που θα γινόταν, αν τους έπαιρναν μπροστά οι Τούρκοι και, όπως γράφει ο Αινιάνας «επιθυμών να διόρθωση την έλλειψιν των Ελλήνων (που είχαν αρχίσει να υποχωρούν) δια να μην αφήση να ταπεινωθή το πνεύμα των, καθ” ήν στιγμήν μάλιστα ετοιμάζετο εις νέον και μέγαν αγώνα», άρχισε να τους γκαρδιώνει με φωνές και δίνοντας το παράδειγμα ρίχνε¬ται πρώτος μπροστά. «Διαβαίνει – γράφει ο Κασομούλης – αναμεταξύ του οχυρώματος του Γκέντζιαγα και ενός άλλου οπού είχαν οι Τούρκοι εις την εκβολήν του Κηφισσού και διώκει το ιππικόν του εχθρού…».
Σε μια στιγμή πληγώνεται τ” άλογο του. Τ” αφήνει εκείνο και αρπάζει ένα άλλο που βρέθηκε μπροστά του. Μα κείνο ήταν άγριο, κλώτσαγε και δεν προχωρούσε. Ο Γιαννούσης Πανομάρας που ήταν κοντά του βλέποντας τον κίνδυνο να χαθεί ο αρχηγός μέσα στο χαλάζι από τις σφαίρες που σφύριζαν γύρω του, αρπάζει το χαλινάρι του αλόγου που επέβαινε ο Καραϊσκάκης και του φωνάζει:
-Κατέβα κάτω, καπετάνιε!
-Τι λες, ορέ Γιαννούση! τ” αποκρίνεται. Άσε τ” άλογο να πάει μπροστά! -Κατέβα κάτω σου λέω! Του ξαναλέει ο Γιαννούσης. -Ορέ, άφησε τ” άλογο…
-Κατέβα ή το σφάζω! του φωνάζει ο Γιαννούσης, πλησιάζοντας τη μύτη του γιαταγανιού του στην κοιλιά του αλόγου.
Δεν τέλειωσε η λογομαχία των δύο ανδρών, όταν έφτασε το ιππικό των Ελλήνων με το Χατζημιχάλη και περικύκλωσε τον αρχηγό. Αρπάζει ένα άλογο ο Καραϊσκάκης και χύνεται μπροστά. Τον ακολουθεί το ιππικό. Παίρνουν σβάρνα τους Τούρκους και τους αναγκάζουν να κλειστούν στα ταμπούρια τους. φτάνουν ίσαμε τις όχθες του Κηφισσού. Και προχωρούσε ακόμα το ιππικό μας έχοντας στη μέση τον Καραϊσκάκη. Και να ένα βόλι τον χτυπά στο βουβώνα, από τα πλάγια και μπροστά, και από πάνω προς τα κάτω.
Τον βλέπουν οι δικοί του να κλονίζεται στη σέλα, μ” όλο που προσπαθούσε να κρατηθεί. Τον αρπάζουν και τον μεταφέρουν πίσω, μακριά από τον τόπο της μάχης, ενώ αυτός κρατούσε την κοιλιά του. «Δεν είναι τίποτα!» έλεγε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Δεν ήθελε να τρομάξει τ” ασκέρι του. Τον ακολουθού¬σαν καπεταναίοι και παληκάρια. Στο δρόμο μιλούσε σε όλους και για όλα. Κάνει ακόμα και χωρατά. Οι πόνοι, όμως, είναι αβάσταχτοι, δεν τους αντέχει. Κοντοστέκεται, πιάνεται απ” τον ώμο του Κίτσου Τζαβέλα και προχωρεί μαζί του.
«-Κίτσο μπίρο μ”, να μου ζήσεις», λέει και ξαναλέει.
Οι καπεταναίοι του προτείνουν να τον πάνε στα καράβια για περισσότερη φροντίδα απ” τους γιατρούς.
-«Ένα πράμα μονάχα σας παρακαλώ τους απάντησε. Μην αφήσετε Φράγκο γιατρό ναρθεί κοντά μου».
Περνώντας προς τη θάλασσα βλέπουν οι δικοί μας στρατιώτες πολλούς καπεταναίους και ανάμεσα τους τον Καραϊσκάκη. Και καθώς δεν ήξεραν τίποτα για τον τραυματισμό του, νόμισαν πως γύριζαν κανονικά από τη μάχη. Δεν υποψιάστηκαν τίποτα, φτάνουν στο Τουρκολίμανο και ετοιμάζονται να μπουν στη βάρκα. Εκεί δεν κρατιέται. Συγκινείται και ζητά ν” αποχαιρετίσει τους συναγωνι¬στές του που τόσες πίκρες και χαρές δοκίμασε μαζί τους. Δεν ήξερε αν θα τους ξανάβλεπε. Δάκρυα κύλησαν στο σκελετωμένο του πρόσωπο και με φωνή αδύνα¬τη λέει:
-«Αδέρφια μου, πάω να με κοιτάξουν οι γιατροί. Μα ποιος ξέρει, ίσως και να μη ζήσω. Θα πεθάνω όμως ευχαριστημένος, γιατί έκανα, όσο μου το συγχώρεσαν οι δυνάμεις μου, το χρέος μου στην πατρίδα. Ένα σας γυρεύω – να μην κιοτήσετε αν πεθάνω, μα να φανήτε πιο παληκάρια από ποτές. Μην τους φοβόσαστε τους Τούρκους, αυτοί άμα σας ξέρουν μονοιασμένους σας τρέμουν. Και ούτε έχετε ανάγκη να σας διαφε¬ντεύουν ξένοι στον πόλεμο. Το ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον. Και ο πόλεμος που κάνουμε είναι δίκαιος και χρειαζούμενος. Έλληνες μου, σας το ζητώ ξανά, μη λυπηθήτε αν πεθάνω, γιατί τιμή και καύχημα των παληκαριών είναι να τα φωνάζουν σφαγάρια και όχι ψοφίμια! Συχωράτε με, αδέρφια, όπως κι εγώ συχωρνάω μικρούς – μεγάλους. Έχετε γειά άξια παληκάρια και κατακαημένοι σύντροφοι μου!..».
Βουβαμάρα είχε απλωθεί σ” όλους τριγύρω του και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους. Κι όταν τέλειωσε τα λόγια του τον έβαλαν στη βάρκα και μια φωνή ακούστηκε από τα στόματα όλων:
-«Καλό κατεβόδιο, αρχηγέ, και γρήγορα να γειάνεις!»
Εκείνη τη γεμάτη πίκρα ώρα που, όπως γράφει ο Κασομούλης, «σύννεφον σκοτεινόν έπεσεν και μας επλάκωσεν» αποθανάτισε και η λαϊκή μούσα με τους παρακάτω στίχους:
«Τρία πουλάκια κάθονταν στον κάμπο της Αθήνας είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτηγμένα.
Από βραδύ μοιρολογούν και το ταχύ φωνάζουν
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, να μ” είχε ξημερώσει.
Αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο να πιάσουν,
Καραϊσκάκης φώναξε πάνου απ” τ” άλογο του:
«Πούστε μπρε Ρουμελιώτες μου, παιδιά μ” αντρειωμένα;
Γυμνώστε τ” αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,
βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόφτε και σκοτώστε».
Ήρθε μεντάτι των Τούρκων, πεζοί και καβαλάροι,
δεν ήταν λίγοι ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες.
Πρώτο γιουρούσι πούκαμαν, δεύτερο τράκο κάμαν.
Λαβώνεται ο Καραϊσκάκης κι ο καπετάν Νικήτας.
Κι ο Καραΐσκος φώναξε, ψιλή φωνούλα βγάζει:
«Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθήτε,
και πάρ” το γιούχα η Τουρκιά κ” ερθείκαι μας χαλάσει,
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σα γραικοί σταθήτε.
Κι εγώ κι αν ελαβώθηκα, κι αν είμαι πληγωμένος,
τώρα θα πάω στην Κούλουρη και στη Φανερωμένη
πούναι βασιλιάς γιατρός, μπας και με γιατρέψει».
Η βάρκα που μετέφερε τον πληγωμένο Καραϊσκάκη έφτασε και σίμωσε τη γολέτα «Σπαρτιάτη», όπου βρισκόταν ο Τσώρτς. Τον ανεβάζουν επάνω και ύστερα τον κατεβάζουν στο αμπάρι. Στρώνουν κάτω ένα στρώμα και τον ξαπλώνουν. Προτού τον πλησιάσουν οι γιατροί, μιλάει ο Καραϊσκάκης στο Γιωργάκη Βάγια, που ήταν στο καράβι και του λέει να πάει να χαιρετίσει τους Ρουμελιώτες και τη Μαριώ και να τους πει να ρθούνε στο καράβι γιατί θέλει να τους δεί.
Τον πλησιάζουν στο μεταξύ δυο – τρεις γιατροί και γρήγορα καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει γιατριά. Πάει και ο Κόχραν με τον Τσώρτς κοντά του. Και ο Κόχραν, για να τον παρηγορήσει, του λέει διάφορα παινέματα για τα κατορθώματα του. Μα ο Καραϊσκάκης με μια κίνηση του χεριού του τον σταματάει λέγοντας του:
-«Ό,τί έκανα, έκανα-ότι έγινε, έγινε- τώρα να δούμε τα μελλούμενα».
Στο μεταξύ έφτασαν στο καράβι ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος κι ο Γαρδικιώτης Γρίβας. Αυτούς διόρισαν οι Ρουμελιώτες αντιπροσώπους τους να πάνε από μέρος όλων τους «να του προσφέρουν τα κλαυθμηρά σεβάσματά τους», όπως γράφει ο Κασομούλης.
Τους βλέπει ο ετοιμοθάνατος Καραϊσκάκης και τους λέει:
-«Ελάτε να σας ασπασθώ!».
«Επειδή δε ούτοι εδάκρυον», γράφει ο Ανιάνας, «επροσπάθησεν ο Καραϊσκάκης, να τους εγκαρδιώση- έπειτα τους είπεν ως τελευταίαν παραγγελίαν «Να καταβάλετε όληνσας την φροντίδα δια να φυλάξετε καλά τας θέσεις σας και να λύσετε επομένως την πολιορκίαν των Αθηνών. Προ πάντων εσείς οι παλαιοί συναγωνισταί μου να μην εντροπιασθήτε», και συνέχισε:
-«Μην κλαίτε και μην απελπίζεσθε-εγώ πήρα και άλλες πληγές και ξέρω μόνος μου ποιά θάναι η θανατερή. Αν ίσαμε το βράδυ βγω στο αναγκαίο, είμαι καλά – αν δενεβγώ, είμαι κακά και πεθαίνω».
Συλλογίστηκε λίγο και ύστερα είπε:
-«Ξέρω τον αίτιο και αν ζήσω, παίρνουμε χάκι, ειδέ και πεθάνω, ας μου (και είπε μια βαριά φράση). Τι κέρδισε;»
-«Όπως κι αν είναι εγώ πάω στην Αίγινα και άμα αναλάβω επιστρέφω, αν όμως πεθάνω…».
-«Μη μελετάς το θάνατο, δεν είμαστε ακόμα εκεί», τον διακόπτει ο Χατζηπέτρος. Στο αναμεταξύ ήρθαν στο καράβι η Μαριώ και οι δύο πιο έμπιστοι του μικροκαπετάνοι, ο Μήτρος Σκυλοδημάκης κι ο Μήτρος Αγραφιώτης. Του έφεραν την κάπα και τ” άρματα του. Τ” απίθωσαν σε μια γωνιά για να τα βλέπει. Τον χαιρέτισαν δακρυσμένοι και κάθησαν πλάϊ του σταυροπόδι. Άρχισε πάλι να μιλά ο Καραϊσκάκης.
-«Τώρα, λέει, θέλω ν” αφήσω σε σας τους αγαπημένους μου τις τελευταίες παραγγελιές μου, γιατί ποιος ξέρει αν ζω ή πεθαίνω».
-«Μη μελετάς το θάνατο!» του ξαναλέει κλαίοντας ο Χατζηπέτρος.
-«Ακούστε- Σας είπα πως ξέρω το σημάδι του θανάτου ή της ζωής. Όσο για μένα πια, είτε ζήσω, είτε πεθάνω, το ίδιο κάνει. Εκείνο, καημένοι, οπού μ” αφήνει λύπη και θα μ” αφήσει και ύστερα απ” το θάνατο μου, είναι πρώτα τ” αδύναμα παιδιά μου κι έπειτα σεις, οπού αν πεθάνω, δεν πρόφτασα να κοιτάξω να βρείτε το δίκιο σας, εσείς οι συναγωνιστές μου, που τόσα υποφέρατε μαζί μου.
Τώρα πάρτε και γράφτε τη διαθήκη μου».
«Σαράντα τέσαρες χιλιάδες γρόσια εις το κεμέρι του Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά οι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τσούπαις μου, να τας περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες, του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτη. Δυο χιλιάδες να πάρη ο ένας Μήτρος και δύο ο άλλος, οπού με εδούλευαν.
Χίλια να πάρουν εκείνοι οπού θα με θάψουν. Δυο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσαρες χιλιάδες γρόσια της Μαργιώς. Τα άλλα να μοιρασθούν δια την ψυχήν μου. Αυτά οπού έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και οι τσαουσάδες μου.
Καραϊσκάκης»
Αφού υπόγραψε με τρεμάμενο χέρι, είπε να προσθέσουν κάτω απ” τη διαθήκη του και τούτα:
«Το τουφέκι μου και άτια μου να πάνε του παιδιού μου και ώρα μου. Έξ χιλιάδες γρόσια μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης- δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου δια τον Κασινίκα και λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς».
Αυτό ήταν όλο κι όλο το βιός του, που άφησε στα ορφανά από μάνα και κύρη παιδιά του, γράφει ο Φωτιάδης. Πέρασαν από τα χέρια του εκατομμύρια γρόσια, που τάχει πάρει απ” τα κεμέρια των οχτρών κι αυτά μονάχα είχαν απομείνει. Όλα τ” άλλα τα ξόδευε για να θρέψει και να βραβεύει τα παληκάρια του. «Η μεγαλύτερη τιμή για τη μνήμη του» θα προσθέσει ο Blaquiete, «στέκεται πως ενώ πολλοί άλλοι σκέφτηκαν ένα μονάχα, πως να πλουτίσουν, ο Καραϊσκάκης πέθανε εξαιρετικά φτωχός».
Όταν τελείωσε με τη διαθήκη του λέει:
«Ακούσατε όσα σας είπα, παιδιά μου. Δια σας όμως τους συναγωνιστάς μου τι να είπω; Ήθελα να έχω όλο το έθνος μπροστά μου για να του πω τι αξίζετε. Φιλείστε από μέρος μου όλους τους αξιωματικούς συναδέλ¬φους σας και αύριο το πρωί να “ρθήτε όλοι να σας ιδώ. Μια επιθυμία ακόμα έχω: Αν πεθάνω να με θάψετε σε μεγάλη εκκλησιά».
Αποχώρησαν όλοι κι έμεινε μόνο η Μαριώ με τους δυο Μήτρηδες. Και λέγεται πως φώναξε έναν παπά και πάντρεψε εκεί μπροστά του τη Μαριώ μ” ένα απ” τα παληκάρια του για να μη μείνει έρμη και απροστάτευτη. Έπειτα είπε να βγουν όλοι έξω εξόν απ” τον παπά, στον οποίο ξομολογήθηκε και ύστερα μετάλαβε.
Από κείνη την ώρα η κατάσταση του χειροτέρευσε. Άρχισε να παραμιλάει. Άλλοτε φώναζε ονόματα συναγωνιστών του, άλλοτε τους παρακινούσε να λευτερώσουν την Αθήνα και άλλοτε παρακάλαγε να τον σκοτώσουν γιατί πονούσε.
-«Σκοτώστε με, αδέρφια!» έλεγε. Σώπασε λίγο και ξανάρχισε:
«Η πατρίδα μου ανάθεσε έργο πολύ βαρύ- δέκα μήνες έβαλα όλα μου τα δυνατά να το φέρω σε τέλος. Μια ζωή μούμεινε, της την έδωσα κι αυτή. Πεθαίνω, μα σεις, ωρέ αδέρφια, ν” αποτελειώσετε το έργο μου- γλυτώστε την Αθήνα- την Αθήνα να γλυτώσετε!»
Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα άρχισε το χαροπάλεμα και σε μια ώρα ξεψύχησε. Ήταν 23 Απριλίου 1827, ανήμερα τ” Αη Γιωργιού που γιόρταζε την ονομαστική του γιορτή.
Με τα χαράματα πολλοί Ρουμελιώτες κατέβαιναν δυο – δυο, τρεις – τρεις, στην παραλία για να μάθουν πως είναι ο αρχηγός τους, αλλά χωρίς να βάλουν υποψίες στον εχθρό. Φτάνοντας οι πρώτοι στη μάνδρα του Σαρδέλα μαθαίνουν το μαύρο μαντάτο. Για να μη μαζευτεί ο στρατός εκεί, ο Τσώρτς διέδωσε πως μετέφεραν το νεκρό στη Σαλαμίνα.
Σε λίγο είχε διαδοθεί η θλιβερή είδηση σε όλο το στρατόπεδο. «Πικροτέραν στιγμήν και φαρμακερωτέραν εις καμίαν περίστασιν δεν είχα δοκιμάσει», γράφει ο Κασομούλης. «Εμείναμεν εις την μέσην ικανήν ώραν, χωρίς να κινούμεθα, ούτε εδώθεν, ούτε εκείθεν. Εσυλλογίσθημεν εις ποίον έπρεπε να υπάγωμεν να μας παρηγορήσει; Ποίον να παρηγορήσωμεν; Επιστρέψαμεν οπίσω, ειδοποιούντες και τους λοιπούς να μείνουν εις την θέσιν, διότι ο Αρχηγός απέθανεν».
Στο στρατόπεδο έπεσε βαριά λύπη. Ο ένας κοίταζε τον άλλον αμίλητος και δεν ήξεραν πως να παρηγορηθούν.
Κείνη την ώρα, ένας αράπης σείζης του Κολιό-Πασχούλη, πότιζε τ” άλογο του καπετάνιου του, στο πηγάδι της εκκλησιάς. Άκουσε απ” τις κουβέντες των παληκαριών πως πέθανε ο Καραϊσκάκης. Πηδάει αμέσως πάνω στη σέλα του αλόγου, το σπηρουνίζει και χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι δικοί μας τρέχει στο στρατόπεδο των Τούρκων και λέει το μαντάτο.
Σηκώνεται στον αέρα το τουρκικό στρατόπεδο απ” τις μπαταρίες και τις φωνές χαράς και αρχίζουν να λένε στους δικούς μας:
-Έναν Ρουσίτ πασά έχει ο σουλτάνος και σεις οι Ρούμηδες είχατε έναν Καραΐσκο. Δυο λιοντάρια μάλωναν ποιό θα φάει το άλλο. Τώρα, ωρέ, όπου πέθανε ο γιος της καλογριάς, όλοι να βάλετε τα μαύρα, γιατί άλλον σαν αυτόν δεν κάνετε!
-Εμείς τον φκιάξαμε μεγάλο, τους απαντούσε ο Γιαννούσης Πανομάρας, κι όλοι οι καπεταναίοι μας είναι άλλοι τόσοι Καραϊσκάκηδες και θα δείτε το τι σας καρτερά.
Ο Κιουταχής στέλνει αμέσως τάταρη στην Πόλη να πάει την είδηση στο σουλτάνο πως πάει, χάθηκε ο τρομερός εχθρός του ντοβλετιού. Και οι κλεισμένοι Τούρκοι στην Ακρόπολη μόλις έμαθαν το νέο φώναξαν στους δικούς μας «με φωνήν λυπημένης ψυχής, ως να μη επιθυμούν τον θάνατον τοιούτου ανδρός:
«Μωρέ πέθανε ο Καραϊσκάκης!»
Σε λίγη ώρα όλοι οι Έλληνες καπεταναίοι μαζεύτηκαν γύρω απ” τη σκηνή του Καραϊσκάκη που ήταν άδεια. Όλοι έκλαιγαν, μα περισσότερο ο αρχηγός του ιππικού ο τρομερός Χατζημιχάλης, που φώναζε:
-«Τι πάθαμε οι καημένοι! Τι θ” ακολουθήσει τώρα; Πώς θα σωθούμε;»
Γύρω απ” τη σκηνή ήταν σωριασμένα αρνιά και άλλα τρόφιμα. Τα είχε παραγγείλει ο Καραϊσκάκης να τα μοιράσει στ” ασκέρι, για τη γιορτή του. «Όλα αυτά» γράφει ο Κασομούλης, «μας διήγειρον τα αισθήματα να μοιρολογούμεν και τα μικρότερα συμβάντα ωσάν γυναίκες. Τοιαύτη ήτο η αφοσίωσίς μας προς τούτον τον Αρχηγόν».
Μόλις χρύσωνε η απριλιάτικη αυγή τ” ακρογιάλια της Σαλαμίνας έφτασε το λείψανο στ” Αμπελάκια. Στην αρχή οι καμπάνες χτύπησαν προσκαλώντας το λαό για τη μεγαλογιορτή που ξημέρωσε και ύστερα λυπημένα για ν” αναγγείλουν το θλιβερό μαντάτο. Οι ευχές πάγωσαν στα χείλια των χριστιανών και ξεσπούσε ο θρήνος. Γράφει σχετικά ο Περραιβός:
«Η πικρά αγγελία διαχυθείσα εις Σαλαμίνα ανήγειρε θρήνους και οδυρμούς εις πάσαν ηλικίαν και γένος των τε κατοίκων, πάροικων και τυχό¬ντων ξένων. Αφήσαντες όλοι τας οικίας των ανοικτάς, έτρεχον τύπτοντες τα στήθη, ποτίζοντες την γηνμε θερμά και ακράτητα δάκρυα, αμιλλώμενοι τις να πρωτοασπασθή και πρωτοραντίση με τα δάκρυα του τον ήρωα, κράζοντές τον οι μεν πατέρα, οι δε σωτήρα της Ελλάδος, άλλοι το φόβητρον των τούρκων και άλλοι το αιώνιον καύχημα της Ελλάδος…» Και συμπληρώνει ο Αινιάνας:
«Προηγείτο εις την εκφοράν το ιερατείον ενδεδειμένον την ιερατικήν στολήν. Δεν ηκούετο δε εις την πολυάριθμον εκείνην ομήγυριν ειμή η λυπηρά ψαλμωδία και ο γοερός τόνος των ιερέων διακοπτόμενος εν τω μεταξύ από τους στεναγμούς του λαού και τους θρήνους των γυναικών και παιδίων… Με τοιαύτην παράταξιν ωδήγησαν τον νεκρόν εις την εκκλησίαν και αφού έγινεν η συνήθης εκκλησιαστική τελετή, ο κύριος Γ. Αινιάν εξεφώνησεν τον επιτάφιον λόγον…».
Ύστερα από τρεις ώρες με λόγους και θρηνολογίες έθαψαν το λείψανο κοντά στην πόρτα της εκκλησιάς του Αγίου Δημητρίου από δεξιά, μόλις δυο βήματα από αυτήν.
Μόλις μαθεύτηκε το θλιβερό νέο στη Συνέλευση της Τροιζήνας, αστροπελέ¬κι τους χτύπησε όλους… «Ουδείς ήνοιγε τα χείλη του», γράφει ο Ν. Δραγούμης στις «αι/αμνησείς» του, «και ουδείς είχεν ιδέαν τι έπρεπε να γίνη μετά το θάνατο του μεγάλου στρατηγού. Φωνή γοερά, φωνή ανδρών και γυναικών αντηχήσασα κατά την Τροιζηνίαν αυτήν, συνανεμίγη μετά των οδυρμών των απέναντι κατοίκων του Πόρου, και ουδείς συγκατένευσε να παρηγορηθή, προαισθανόμενος ίσως την προσεχή κατά το Φάληρον συμφοράν…».
Και άμα συνήλθε απ” τη λύπη της η Συνέλευση έβγαλε την παρακάτω προκήρυξη:
«Η φιλτάτη πατρίς θρηνεί απαρηγορήτως απωλέσασα το γνησιώτατον τέκνον της – θρηνεί και κόπτεται, στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερώντης δικαίων θρηνείτον διαρρήξαντα τας νέας αλύσεις της Στερεάς
Ελλάδος, τον ένδοξον νικητήν της Αραχόβης, τον εξολοθρευτήν των τυράννων θρηνεί τον αρείτολμον Γενικόν Αρχηγόν Καραϊσκάκην, όστις, μαχόμενος υπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και, πνέων τα λοίσθια, άλλο τι δεν παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσιν.
Ελλάς! πένθησον τον πολυτιμόν σου Καραϊσκάκην. Ελληνίδες! μαυροφορέσατε, δια τον υπερασπιστήν της τιμής σας- Φιλέλληνες! Έλληνες! στρατιώται! εμβριμήσατε, δια τον ανδρείον συστρατιώτην σας και, καταβρέχοντες την ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυα σας, εκδικήθητε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβέστατους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας!
Ευδαίμων Καραϊσκάκη! Ορκισθείς να ζήσης ή ν” αποθάνης ελεύθερος, εφύλαξας τον όρκον σου, ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής Χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτίμητου ελευθερίας μάρτυρα, ως εντίμως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες οι τρισόλβιοι εκείνοι ήρωες, όσοι απέθαναν δια τα δίκαια της πατρίδος και της ανθρωπότητος. Μεταξύ τούτων περιϊπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιωνίαν μακαριότητα, δεν ελησμόνησε τας Αθήνας- και ήδη, επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του στολάρχου, του αρχιστρατήγου, των αρχηγών και των στρατιωτών του στρατοπεδίου της Αττικής, θεωρεί τα πολεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματα του και επικαλείται την εξ Ύψους αντίληψιν του Υπέρτατου Βασιλέως, δια να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα, εις δόξαν της πίστεως και της πατρίδος».
Ο Γέρος του Μοριά άμα έμαθε το θλιβερό νέο ξέσπασε σε λυγμούς και έκλαιγε σα γυναίκα. Στον Πόρο κάνουν επίσημο μνημόσυνο τη μέρα του θανάτου του. Καπεταναίοι κουβαλάν στον ώμο τους ένα άδειο νεκροσέντονο ντυμένο στα μαύρα, το ακολουθούν αρχιερείς, πολιτικοί και πολέμαρχοι, αγωνιστές και λαός και το πάνε στην εκκλησιά. Εκεί ο Σπ. Τρικούπης εκφωνεί επιτάφιο λόγο. Αποσπούμε μια περικοπή:
«Τότε είχε ψωμί και αυτός, οταν είχαν οι αγαπημένοι του Έλληνες-η κλίνη του ήτο κλίνη απλού στρατιώτου- πρωταγωνιστής επαρουσίαζετο και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους1 ενθουσίασμέι/ος δια την παλληκαριάν, ως παλληκάρι και ο ίδιος την ετιμούσεν όπου την έβλεπε, και την αντάμοιβε πλουσιοπάροχα. Τους γνωστούς δια την ανδρείαν των τους έκραξεν κατ” όνομα, όταν εξεσπάθωνεν εν ώρα μάχης δια να τον ακολουθήσουν έβγανε τα πιστόλια του απ” το ζωνάρι, και με αυτά, εις ανταμοιβήν παλληκαριάς, εστόλιζεν του παλληκαριού την μέσην έλυε την ζώνην του και έδιδεν εις τας ανάγκας του πολέμου το ύστερον νόμισμα».
«Γενναίε μάρτυρα της Ελληνικής ανεξαρτησίας, τον αποκαλεί η εφημερίδα «ο Φίλος του Νόμου» την άλλη μέρα, «και ελευθερωτά όλης της Ανατολικής Ελλάδος!» Και συνεχίζει. «’Ενωσας πολεμικήν ανδρείαν και πολιτικήν φρόνησιν. Η Ανατολική και Δυτική Ελλάς υπήρξε το θέατρον των ανδραγαθημάτων σου, και τ” όνομα σου θέλει μένει, όσο μένει η γη, της Ελληνικής ελευθερίας πρόμαχε. Δικαίως υπέρ σου πενθοφορεί η Ελλάς…».
Στο ίδιο μοτίβο ύμνησαν τις αρετές του όλες οι εφημερίδες. Το κακό, όμως, είχε γίνει. «Έτσί – γράφει ο Βλαχογιάννης – ο δαίμονας του κακού, το σαράκι που κουφοδρομεί και ανοίγει αθόρυβα το δρόμο του στάθηκε άξιο να σβήσει από τον κόσμο ένα της ελληνικής γης ατόφιο γέννημα, χάρισμα της μοίρας πολυάκριβο, που μεγάλωσε και γιγαντώθηκε, σα δέντρος που φύτρωσε με την ευχή της Ελληνι¬κής πατρίδας, το πνέμα του κακού τον κυνήγησε, τον έσκαψε, του άνοιξε τα σπλάχνα και τον έρριξε γίγαντα θαυμαστό και στο διάπλατο του ακόμα πέσιμο!».
Και δεν έχει σημασία αν αυτός ο κακός δαίμονας είχε το όνομα Τσώρτς ή Κόχραν ή Μαυροκορδάτος ή κάποιος άλλος εμπνευστής της σατανικής εκείνης δολοφονίας του Καραϊσκάκη αλλά το ότι θα ήταν διαφορετικό το τέλος του αγώνα αν τον άφηναν να παλεύει μονάχα με τον Τούρκο και όχι με εσωτερικούς εχθρούς. Πιθανή θα ήταν η λευτεριά της Θεσσαλονίκης και της Ηπείρου από τότε.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.
http://www.orp.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου