Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Ποιός ήλιος λαμπερότατος σου ’δωσε την ανθάδα,
Και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα
Η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας. Αναγνωρίζουμε την προσφορά της γυναίκας. Εγώ θα σταθώ στην Τζουμερκιώτισσα μάνα.
Σε είδα, σε βλέπω Τζουμερκιώτισσα μάνα.
Είσαι κοντά μας.
Σε είδα και σε βλέπω ντυμένη και στολισμένη να φεγγοβολά το
πρόσωπό σου ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και ΠΡΟΚΟΠΗ.
Σε είδα φορτωμένη να γυρνάς από το λόγγο και από πίσω να ακολουθούν υπάκουα τα ζωντανά σου.
(φωτο Κώστας Μαυροπάνος)
Άιντε πήγαινα το δρόμο δρόμο,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι ήταν μήλα φορτωμένη,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι άπλωσα να πάρω ένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε μην απλώνεις μην τα παίρνεις,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε τα 'χει αφέντης μετρημένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι η κυρά λογαριασμένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι ήταν μήλα φορτωμένη,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι άπλωσα να πάρω ένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε μην απλώνεις μην τα παίρνεις,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε τα 'χει αφέντης μετρημένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Άιντε κι η κυρά λογαριασμένα,
κούμλο μ' Χάιδω χαϊδεμένη μου.
Σε άκουσα και θαύμασα την τρυφερότητα με την οποία τα μαυλούσες. Σαν να ‘ταν παιδιά σου.
(φωτο Κώστας Μαυροπάνος)
Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω,
να σε δω να σε γνωρίσω.
Να σε δω να σε γνωρίσω,
κι ό,τι θες να σου χαρίσω.
Μην περνάς σαν τ’ αεράκι,
στάσου να σου πω λιγάκι.
Στάσου να σου πω λιγάκι,
της καρδιάς μου το μεράκι.
Σε είδα κρεμασμένη στα καταράχια ν’ ανεβαίνεις αγόγγυστα, για να ανάψεις το καντήλι στο εικονοστάσι.
(φωτο Κώστας Μπαλάφας)
Εκεί, έκλαψες, αλλά και τίμησες τους ανώνυμους, άγιους Τζουμερκιώτες μαχητές - υπερασπιστές της ελευθερίας της Ελλάδας.
Σε είδα στο ξεροχώραφο, σκυφτή με το τσαπί, να ανοίγεις αυλάκι με τα ροζιασμένα χέρια σου που γίνηκαν τρυφερή αγκαλιά που ανάστησε παιδιά κι εγγόνια.
Σε είδα να δεματιάζεις το χορτάρι μαζί και το όνειρο για προκοπή:
Σε είδα Τζουμερκιώτισσα μάνα να κουβαλάς αγόγγυστα τα πυρομαχικά στους αγωνιστές στα βουνά της Πίνδου.
Μνήμη παρούσα, θαλερή κι όχι σακάτισσα.
Αρτιμελής, όχι παραμορφωμένη.
Ατόφια, χωρίς τρύπες και μπαλώματα.
Ιερή και αγία για τις γυναίκες της Πίνδου που δημιούργησαν και άφησαν παρακαταθήκη▪ μια ελεύθερη Ελλάδα.
Για την ηρωίδα αυτή που η ψυχούλα της δεν έχει ανάγκη από μνημόσυνα, κοπετό και κλάματα ούτε από μοιρολόγια και κόλλυβα.
Σε είδα να πλέκεις ασταμάτητα τα τσιουρέπια και τις φανέλες του στρατιώτη που αγωνίζονταν στο μέτωπο για μια Ελλάδα λεύτερη, χωρίς κατακτητές, κηδεμόνες και αφεντικά.
Σε είδα να κουβαλάς ασταμάτητα πέτρες για τις ξερολιθιές, για να μπαζώσεις τις ρίπες και να φτιάξεις καινούριο χωραφάκι.
Σε είδα να σε ξεριζώνουν από το χωριό σου.
Να κλαις έξω από το καμένο καλύβι σου.
Να ντύνεσαι στα μαύρα πολύ νέα.
Σε είδα μόνη σου να ανηφορίζεις, χωρίς σταματημό, αγκομαχώντας τις γιδόστρατες φορτωμένη με της ζωής σου τον τίμιο κόπο.
Πάντοτε πίσω στο χαγιάτ’, στην κουζινούλα να μαγειρεύεις και να εξυπηρετείς τους μουσαφιραίους.
Σε είδα να γεννάς στο χωράφι, στη στάνη και στ’ απόσκια. Μόνη σου, με την πίστη σου στη ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.
Σε είδα Τζουμερκιώτισσα μάνα να κάθεσαι στην άκρη στο τσιουκανάρ’ και να κοιτάς στο βάθος, μακριά, πολύ μακριά. Να περιμένεις… Να περιμένεις ένα αύριο καλύτερο για όλους.
Να περπατάς μερόνυχτα με καθάριο το βλέμμα στο ρυτιδιασμένο - αυλακωμένο σου πρόσωπο, για μια χούφτα αλεύρι.
Σε είδα
Να διαβαίνεις μοναχικά μονοπάτια.
Σε είδα να αποχαιρετάς το γιό σου για την ξενιτιά.
Σε είδα χάραμα στο υπαίθριο πέτρινο κουζινάκι σου να σκαλίζεις τη φωτιά για το ψωμί της μέρας, για όλους μας. Πάνω από μία σκάφη να λευκαίνεις τη φροντίδα.
Σε είδα σε εκείνο το αγαπημένο κέντημα που με τόση αγάπη κέντησες.
Σε ένα κιτρινισμένο γράμμα από την ξενιτιά.
Σε είδα στα πετρωμένα τα χωριά να κρατάς την Ελλάδα ζαλίκα στην κυρτωμένη ράχη σου, Τζουμερκιώτισσα μάνα.
Το ξέρω Τζουμερκιώτισσα μάνα. Το ξέρω. Κοκκινίζεις. Σε πιάνει η ντροπή, γιατί δεν θέλεις εσύ επαίνους, αφού ποτέ δεν υπολόγισες τον εαυτό σου. Δεν «είδες» και δεν απόλαυσες ποτέ αισθητική περιποίηση κι ούτε γνώρισες φκιασίδια. Την ξέρω την απάντησή σου: «Μπα, παιδάκι μ’, τι είν’ αυτό που λες. Μανικιούρ; Άλλο και τούτο. Τι έχουν να δουν τα ματάκια μας. Θα παρασουλίσουμε». Κι όμως τα χέρια σου ήταν πάντα χρυσωμένα και το τίμιο πρόσωπό σου λαμπερό και χαρούμενο, γιατί βουνόζωστη καθώς ήσουν απολάμβανες την ψύχρα του βοριά και το θερμό φιλί του μοναδικού- Τζουμερκιώτικου ήλιου.
Το ξέρω. Σε χρόνους δίσεκτους ένιωσες στο πετσί σου την ξενιτιά. Η ποδιά σου πάντα μούσκεμα. Μ’ αυτήν σκούπιζες τα δάκρυά σου. Πόνεσες σε ξεριζωμούς, πλάνταξες, σπάραξες σε ξενιτιές.
Πάντα όμως, πάντα φώτιζε το πρόσωπό σου ένα μεγάλο χαμόγελο αισιοδοξίας.
Το ξέρω. Φορτωμένη ήσουν μια ζωή ένα μεγάλο μπόγο στον ώμο σου γεμάτο όνειρα.
Περπάτησαν ασταμάτητα το μάκρος του ίδιου ονείρου, «να δούμε τα παιδιά μας αποκατεστημένα και τι στον κόσμο» κουβαλώντας για τους άλλους τη χαρά, γι’ αυτές την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για ένα θαύμα, να δρασκελίσουν οι δικοί της το σκοτάδι της φτώχειας και να τους φυσήξει ο αέρας της απαντοχής. Απαντοχή για κάτι καλύτερο, περήφανο, γεμάτο αγάπη, γεμάτο χαμόγελο.
Όλες οι Τζουμερκιώτισσες μανάδες.
Το ξέρω Τζουμερκιώτισσα μάνα. Το ξέρω. Στάθηκες αληθινό παλικάρι στο σπιτικό σου, στον άντρα σου, στα παιδιά σου και στους γερόντους γονείς.
Το ξέρω Τζουμερκιώτισσα μάνα. Το ξέρω. Δρασκέλισες μονοπάτια δύσκολα, γιατί «προτού χαράξει» έπρεπε να πας στο λόγγο να κόψεις κλαρί για τα ζωντανά, να γυρίσεις, να προλάβεις’ να ετοιμάσεις’ τον άντρα να φύγ’ για το μεργιάτ’κο, να στείλεις τα παιδιά στο Σχολείο και μετά να καταπιαστείς με τις άλλες δουλειές. Πότε τα προλάβαινες; Ο Θεός και η ψυχούλα σου το
ήξεραν.
ήξεραν.
Το ξέρω. Κατάφερες και πήρες τη θέση όλων των άλλων. Κανείς δεν μπορεί να πάρει τη δική σου θέση.
Σε πίστεψα Τζουμερκιώτισσα μάνα, κι ας γέλασα με τις ορμήνιες σου.
«Ιμείς στα χρόνια μας, ούτι τον αρραβουνιάρ’ μας δεν γυρίζαμαν μάτ’ να τουν δούμι. Ούτι εκείνους ξάμουνι του χέρ’ τ’ να μας μαλάξ’. Δεν σιουργουνεύαμαν τότις ιμείς ούτι τ’ν αφεντιά μας ούτι του σόϊ μας. Αν κάναμαν και το παραμκρούτσ’κο, δε θα μας έφταναν ούλα τα κουλόπανα τ’ χουριού για να βλώσουμι τα στόματα τ’ κόσμ’. Ούτι ου Άραχθους μαζί μι τουν Άσπρου δε θα μπόραγαν να ξιπλύνουν τ’ς ντρουπές κι τ’ς γάνις μας. «Θα ‘μασταν για του γάιδαρου καβάλα»!
Αυτές τώρα ούτε που μετράν πόσοι τ’ς απαύτωσαν προτού παντρευτούν. Έχασαν τον αριθμό.
Γι’ αυτίνο σας λέου, ότ’ θα μας ξιδοκιμάσ’ ου Θεός».
Και κάτι τελευταίο μανούλα. Τζουμερκιώτισσες μανάδες.
Ζήσατε, δημιουργήσατε κι αφήσατε παρακαταθήκη. Παραδώσατε μια ελεύθερη Ελλάδα. Εμείς, τι, τρομάρα μας, θα παραδώσουμε;
Το ξέρω Τζουμερκιώτισσα μάνα, το ξέρω. Η ψυχούλα σου δεν έχει ανάγκη από μνημόσυνα, κοπετό και κλάματα ούτε από μοιρολόγια και κόλλυβα.
Το ξέρω. Θέλεις τραγούδι και μουσική που θα αντηχήσουν τα Τζουμέρκα κι ο αχός να ανεβεί μέχρι τον ουρανό. Έτσι θα νιώσετε ότι σας θυμόμαστε. Έτσι και μεις θα επικοινωνήσουμε μαζί σας.
Τζουμέρκα μου περήφανα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου